Anonymous

μισθοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοφορέω''': εἶμαι [[μισθοφόρος]], [[λαμβάνω]] μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ [[δημοσίᾳ]] ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, [[παρά]] τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· [[παρά]] τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] ὡς μισθόν, [[τρεῖς]] δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, [[λαμβάνω]] μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) [[συχν]]. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν [[πένης]], Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. [[λαμβάνω]] τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) [[φέρω]] ἐνοίκιον ἢ [[κέρδος]], [[φέρω]] εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα [[οἰκία]] Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ [[ἀνδράποδον]] μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.
|lstext='''μισθοφορέω''': εἶμαι [[μισθοφόρος]], [[λαμβάνω]] μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ [[δημοσίᾳ]] ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, [[παρά]] τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· [[παρά]] τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] ὡς μισθόν, [[τρεῖς]] δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, [[λαμβάνω]] μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) συχν. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν [[πένης]], Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. [[λαμβάνω]] τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) [[φέρω]] ἐνοίκιον ἢ [[κέρδος]], [[φέρω]] εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα [[οἰκία]] Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ [[ἀνδράποδον]] μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly