Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χείρων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χείρων''': ὁ, ἡ, οὐδ. [[χεῖρον]], γεν. ονος, αἰτιατ. ονα· ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. χείρονες, -ας, χείρονα, συνῃρ. ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ χείρους, χείρω· δοτ. χείροσι, καὶ ποιητ. χειρόνεσσι Πινδ. Ν. 8. 38· ― (περὶ τῶν Ἐπικ. καὶ Δωρικ. τύπων [[χερείων]], χερῄων, ποιητικ. [[χειρότερος]], [[χερειότερος]], ἴδε τὰς λέξεις·) ― ἀνώμαλον συγκρ. τοῦ κακός· (ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ *χέρης, πρβλ. [[χερείων]])· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[χειρότερος]], προστυχώτερος, ὑποδεέστερος, [[εἴτε]] κατὰ τὴν σωματικὴν ἰσχὺν καὶ γενναιότερα [[εἴτε]] κατὰ τὴν τάξιν (ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]], [[ἐσθλός]]), ἀντίθετον τῷ [[ἀρείων]], Ἰλ. Κ. 238, Ὀδ. Υ. 133· [[ὡσαύτως]], σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ [[σέθεν]] πολὺ [[χείρων]] Ἰλ. Υ. 434· τοῦ γένετ’ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς [[ἀμείνων]] Ο. 641, πρβλ. Ὀδ. Υ. 82· [[ἐπεὶ]] οὔ ἑθέν ἐστι [[χερείων]], οὐ [[δέμας]] Ἰλ. Α. 114, πρβλ. Ὀδ. Ε. 211· ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται Φ. 325· ἀντίθετον τῷ [[κρείσσων]], Πινδ. Ι. 4. 56 (3 52)· τὸν ὄλβιον τόν τε χ. Εὐρ. Βάκχ. 422, πρβλ. Ξεν. Ἀθ. Πολ. 1, 4., 3. 10· οὕτω, τὰ χείρονα Σοφ. Ἀποσπ. 204, Εὐρ. Ἱκέτ. 196. 2) ἀκολούθως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[χειρότερος]], φαυλότερος, καὶ οὕτω σχεδὸν ὡς θετικοῦ βαθμοῦ ἐπίθετ., [[πονηρός]], [[πανοῦργος]], [[φαῦλος]], ἀντίθετον τῷ [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 456, πρβλ. Θουκ. 3. 9, Λυσί. 145. 43, Ἰσοκρ. 62D, Πλάτ. Πολ. 460C, κλπ.· - οὕτω, χ. [[βίος]], ἀντίθετον τῷ [[ἀμείνων]], [[αὐτόθι]] 618D· γνώμη Ξεν. Κύρ. 8. 8, 7. 3) [[χειρότερος]] τὴν ποιότητα, [[κατώτερος]] τὴν ἀξίαν, ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ψ. 572· ἧττον [[δεξιός]], ζωγράφοι, δημιουργοὶ Πλάτ. Κρατ. 429Α, Πολ. 421Ε, κλπ.· - χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162C, Πολ. 335Β· πρὸς ἀλήθειαν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48· καὶ μετ’ αἰτ., χ. τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν Αἰσχίν. 60. 15, Ἰσοκρ. 229D· κλπ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., χ. ἡμῶν ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 16· [[προσέτι]], οὐ χείρους ἔσεσθε .. ἀκηκοότες, δὲν θὰ γίνητε χειρότεροι ἐξ ὅσων ἠκούσατε, Δημ. 744. 1· - κακῶς διατεθειμένος, μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς [[εἶναι]]..τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 18. 12. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σχεδὸν ἐπὶ τῆς προηγηθείσης σημασίας, [[κατώτερος]] τὴν ἀξίαν, [[ἄεθλον]] Ἰλ Ψ. 412· ὑποδήματα Ξεν. Οἰκ. 13, 10· [[ὄνομα]] Πλάτ. Κρατ. 429Β. 2) [[χειρότερος]], σοβαρώτερος, σφοδρότερος, βαρύτερος, [[νόσος]] Εὐριπ. Ἀνδρ. 220· [[μοῖρα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε· [[κίνδυνος]] Πλούτ. 2. 190F· [[τιμωρία]] Καιν. Διαθ., κλπ. ΙΙΙ. τὸ οὐδ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει, 1) ὡς οὐσιαστ., τὰ χερείονα, ἡ χειροτέρα [[συμβουλή]], Ἰλ. Α. 576, κλπ.· - ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] τρέπεσθαι, κλίνειν, ἐκπίπτειν, γίνεσθαι χειρότερα, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4, Ἀπομν. 3. 5, 13· ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλεσθαι Πλάτ. Πολ. 381Β· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν Διόδ. 20. 57· κατὰ τὸ χ. Πλάτ. Νόμ. 720Ε - ἧττον συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 9· οὕτω, τὰ χ. προαιρεῖσθαι Ἰσοκρ. 180C 2) ὡς κατηγορούμενον, [[ἀλλά]] σοι αὐτῷ [[χεῖρον]] (ἐξυπακ. ἐστὶ ἢ ἔσται) Ὀδ. Ο. 514, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 4· [[συχν]]. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ χ. ἐστί, μετ’ ἀπαρεμφ., ὡς τὸ ἄμεινόν ἐστι, Πλάτ. Φαίδων 124Α, κλπ. (ἴδε ἐν λέξ. [[χερείων]])· καὶ [[ἁπλῶς]] οὐ [[χεῖρον]], ἐν ἀποκρίσει, βούλει τὸ [[πρᾶγμα]] τοῖς θεαταῖσιν [[φράσσω]]; - ἀπόκρ.: οὐ [[χεῖρον]], δὲν θὰ κάμῃς ἄσχημα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 36· λάβ’, ὦγάθ’· οὐδὲν [[χεῖρον]] Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1. 3) ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ Λατ. pejus, χειρότερον, [[χεῖρον]] βουλεύεσθαι Θουκ. 3, 46, πρβλ. 6. 89· χ. πράσσειν ὁ αὐτ. 7. 67· βιῶναι, ζῆν Πλάτ. Πολ. 344Ε, 519D. β) εἰς κατώτερον βαθμόν, ὀλιγώτερον, ἀγαπᾶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 928Α, Ξεν., κλπ. Β. Ὑπερθ. [[χείριστος]], -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. pessimus, Πλάτ., κλπ.· οἱ χείρστοι, ἄνθρωποι τῆς χειρίστης τάξεως· οἱ [[τριάκοντα]] πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν καὶ οὐ τοὺς χειρίστους ἀπέκτειναν Λυσίας 92. 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 32· - Ἐπίρρ. χείριστα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 22, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 8· - χειρίστως, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 39).
|lstext='''χείρων''': ὁ, ἡ, οὐδ. [[χεῖρον]], γεν. ονος, αἰτιατ. ονα· ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. χείρονες, -ας, χείρονα, συνῃρ. ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ χείρους, χείρω· δοτ. χείροσι, καὶ ποιητ. χειρόνεσσι Πινδ. Ν. 8. 38· ― (περὶ τῶν Ἐπικ. καὶ Δωρικ. τύπων [[χερείων]], χερῄων, ποιητικ. [[χειρότερος]], [[χερειότερος]], ἴδε τὰς λέξεις·) ― ἀνώμαλον συγκρ. τοῦ κακός· (ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ *χέρης, πρβλ. [[χερείων]])· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[χειρότερος]], προστυχώτερος, ὑποδεέστερος, [[εἴτε]] κατὰ τὴν σωματικὴν ἰσχὺν καὶ γενναιότερα [[εἴτε]] κατὰ τὴν τάξιν (ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]], [[ἐσθλός]]), ἀντίθετον τῷ [[ἀρείων]], Ἰλ. Κ. 238, Ὀδ. Υ. 133· [[ὡσαύτως]], σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ [[σέθεν]] πολὺ [[χείρων]] Ἰλ. Υ. 434· τοῦ γένετ’ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς [[ἀμείνων]] Ο. 641, πρβλ. Ὀδ. Υ. 82· [[ἐπεὶ]] οὔ ἑθέν ἐστι [[χερείων]], οὐ [[δέμας]] Ἰλ. Α. 114, πρβλ. Ὀδ. Ε. 211· ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται Φ. 325· ἀντίθετον τῷ [[κρείσσων]], Πινδ. Ι. 4. 56 (3 52)· τὸν ὄλβιον τόν τε χ. Εὐρ. Βάκχ. 422, πρβλ. Ξεν. Ἀθ. Πολ. 1, 4., 3. 10· οὕτω, τὰ χείρονα Σοφ. Ἀποσπ. 204, Εὐρ. Ἱκέτ. 196. 2) ἀκολούθως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[χειρότερος]], φαυλότερος, καὶ οὕτω σχεδὸν ὡς θετικοῦ βαθμοῦ ἐπίθετ., [[πονηρός]], [[πανοῦργος]], [[φαῦλος]], ἀντίθετον τῷ [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 456, πρβλ. Θουκ. 3. 9, Λυσί. 145. 43, Ἰσοκρ. 62D, Πλάτ. Πολ. 460C, κλπ.· - οὕτω, χ. [[βίος]], ἀντίθετον τῷ [[ἀμείνων]], [[αὐτόθι]] 618D· γνώμη Ξεν. Κύρ. 8. 8, 7. 3) [[χειρότερος]] τὴν ποιότητα, [[κατώτερος]] τὴν ἀξίαν, ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ψ. 572· ἧττον [[δεξιός]], ζωγράφοι, δημιουργοὶ Πλάτ. Κρατ. 429Α, Πολ. 421Ε, κλπ.· - χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162C, Πολ. 335Β· πρὸς ἀλήθειαν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48· καὶ μετ’ αἰτ., χ. τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν Αἰσχίν. 60. 15, Ἰσοκρ. 229D· κλπ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., χ. ἡμῶν ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 16· [[προσέτι]], οὐ χείρους ἔσεσθε .. ἀκηκοότες, δὲν θὰ γίνητε χειρότεροι ἐξ ὅσων ἠκούσατε, Δημ. 744. 1· - κακῶς διατεθειμένος, μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς [[εἶναι]]..τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 18. 12. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σχεδὸν ἐπὶ τῆς προηγηθείσης σημασίας, [[κατώτερος]] τὴν ἀξίαν, [[ἄεθλον]] Ἰλ Ψ. 412· ὑποδήματα Ξεν. Οἰκ. 13, 10· [[ὄνομα]] Πλάτ. Κρατ. 429Β. 2) [[χειρότερος]], σοβαρώτερος, σφοδρότερος, βαρύτερος, [[νόσος]] Εὐριπ. Ἀνδρ. 220· [[μοῖρα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε· [[κίνδυνος]] Πλούτ. 2. 190F· [[τιμωρία]] Καιν. Διαθ., κλπ. ΙΙΙ. τὸ οὐδ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει, 1) ὡς οὐσιαστ., τὰ χερείονα, ἡ χειροτέρα [[συμβουλή]], Ἰλ. Α. 576, κλπ.· - ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] τρέπεσθαι, κλίνειν, ἐκπίπτειν, γίνεσθαι χειρότερα, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4, Ἀπομν. 3. 5, 13· ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλεσθαι Πλάτ. Πολ. 381Β· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν Διόδ. 20. 57· κατὰ τὸ χ. Πλάτ. Νόμ. 720Ε - ἧττον συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 9· οὕτω, τὰ χ. προαιρεῖσθαι Ἰσοκρ. 180C 2) ὡς κατηγορούμενον, [[ἀλλά]] σοι αὐτῷ [[χεῖρον]] (ἐξυπακ. ἐστὶ ἢ ἔσται) Ὀδ. Ο. 514, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 4· συχν. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ χ. ἐστί, μετ’ ἀπαρεμφ., ὡς τὸ ἄμεινόν ἐστι, Πλάτ. Φαίδων 124Α, κλπ. (ἴδε ἐν λέξ. [[χερείων]])· καὶ [[ἁπλῶς]] οὐ [[χεῖρον]], ἐν ἀποκρίσει, βούλει τὸ [[πρᾶγμα]] τοῖς θεαταῖσιν [[φράσσω]]; - ἀπόκρ.: οὐ [[χεῖρον]], δὲν θὰ κάμῃς ἄσχημα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 36· λάβ’, ὦγάθ’· οὐδὲν [[χεῖρον]] Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1. 3) ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ Λατ. pejus, χειρότερον, [[χεῖρον]] βουλεύεσθαι Θουκ. 3, 46, πρβλ. 6. 89· χ. πράσσειν ὁ αὐτ. 7. 67· βιῶναι, ζῆν Πλάτ. Πολ. 344Ε, 519D. β) εἰς κατώτερον βαθμόν, ὀλιγώτερον, ἀγαπᾶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 928Α, Ξεν., κλπ. Β. Ὑπερθ. [[χείριστος]], -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. pessimus, Πλάτ., κλπ.· οἱ χείρστοι, ἄνθρωποι τῆς χειρίστης τάξεως· οἱ [[τριάκοντα]] πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν καὶ οὐ τοὺς χειρίστους ἀπέκτειναν Λυσίας 92. 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 32· - Ἐπίρρ. χείριστα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 22, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 8· - χειρίστως, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 39).
}}
}}
{{bailly
{{bailly