3,274,159
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῑλός''': -ή, -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· [[πεδίον]] μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ [[λόφος]].. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι [[αὐτόθι]] 4. 6· ψιλὴ [[γεωργία]] ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ [[ἀμπέλων]], ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. [[λεῖος]] Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι [[αὐτόθι]] 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ [[ἄνθρωπος]] ψιλότατον κατὰ τὸ [[σῶμα]] τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· [[οὕτως]], [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· [[τοιοῦτος]] [[τάπης]] καλεῖται [[ἁπλῶς]] ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. [[ψιλόταπις]]. 2) [[καθόλου]], [[γυμνός]], μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) μετὰ γεν., [[γυμνός]] τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων [[αὐτοῦ]], ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε [[κλύδων]] τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν [[φέρε]] [[κῦμα]], «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. [[θρίδαξ]], μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ [[δασέα]], Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι [[ἄνευ]] ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· [[θάλασσα]] ψ., μόνον [[θάλασσα]] καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως | |lstext='''ψῑλός''': -ή, -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· [[πεδίον]] μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ [[λόφος]].. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι [[αὐτόθι]] 4. 6· ψιλὴ [[γεωργία]] ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ [[ἀμπέλων]], ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. [[λεῖος]] Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι [[αὐτόθι]] 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ [[ἄνθρωπος]] ψιλότατον κατὰ τὸ [[σῶμα]] τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· [[οὕτως]], [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· [[τοιοῦτος]] [[τάπης]] καλεῖται [[ἁπλῶς]] ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. [[ψιλόταπις]]. 2) [[καθόλου]], [[γυμνός]], μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) μετὰ γεν., [[γυμνός]] τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων [[αὐτοῦ]], ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε [[κλύδων]] τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν [[φέρε]] [[κῦμα]], «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. [[θρίδαξ]], μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ [[δασέα]], Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι [[ἄνευ]] ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· [[θάλασσα]] ψ., μόνον [[θάλασσα]] καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως συχν. παρὰ Θουκ. π.χ. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. [[ὄντα]] 3. 27, πρβλ. Ἀρρ. Τακτ. 3. 3· ὁ ψ. [[ὅμιλος]] Θουκ. 4. 125· οὕτω, τὸ ψιλόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 17, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 1· [[ψιλός]], ἀντίθετον τῷ ὡπλισμένος, Σοφ. Αἴ. 1123, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1029· οὕτω, ψιλὸς στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232· [[δύναμις]] ψιλὴ Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 2· αἱ κοῦφαι καὶ ψιλαὶ ἐργασίαι, αἱ ἀνήκουσαι εἰς τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους στρατιώτας, [[αὐτόθι]] 6. 7, 3· ψιλαῖς χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 2· ― [[ἀλλά]], ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν, [[ἄνευ]] περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 6· ψιλὸς [[ἵππος]], μὴ ἔχων τὴν ἀναγκαίαν σκευήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7. 5· ― [[ἄοπλος]], ἀνυπεράσπιστος, [[ἀπροστάτευτος]], Σοφ. Φιλ. 953. IV. ψιλὸς [[λόγος]], δηλ. πεζὸς [[λόγος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ποίησιν, ἥτις ἔχει τὴν περιβολὴν τοῦ μέτρου, Πλάτ. Μενέξ. 239C· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., ψ. λόγοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέτρα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 830. 13, ψ. [[λόγος]], σημαίνει, [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], [[ἁπλοῦς]] ἰσχυρισμὸς μὴ στηριζόμενος ἐπὶ ἀποδείξεων· καὶ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α, ψιλοὶ λόγοι εἰ.., ἁπλοὶ τύποι τοῦ συλλογίζεσθαι, διαλεκτικαὶ ἀφῃρημέναι ἔννοιαι· οὕτω, ψιλῶς λέγειν, δηλ. [[ἄνευ]] ἀποδείξεων, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 262C, πρβλ. Νόμ. 811Ε, Ἀριστοτ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 32, 3. 2) ψιλὴ [[ποίησις]], ἁπλῆ [[ποίησις]], [[ἄνευ]] μουσικῆς, δηλ. Επικὴ [[ποίησις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Λυρικὴν (ἥτις λέγεται ἡ ἐν ὠδῇ), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 278C· οὕτω, ψ. λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 215C, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 7, Ρητ. 3. 2, 3 καὶ 6· [[ψιλομετρία]] ψιλῷ τῷ στόματι, ἀντίθετ. τῷ μετ’ ὀργάνων, ὡς [[εἶδος]] μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 268Β· λύρας φθόγγοι..ψιλοὶ Ἀριστ. Προβλ. 19. 43, 4· ἡ ψ. [[φωνή]], ὁ [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]] τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾄδειν (ἡ ᾠδική), Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· οὕτω, ψιλῷ λόγῳ, διὰ λόγου, προφορικῶς, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24. 3) ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν, ψιλὴ [[μουσική]], μόνον ὀργανική, [[ἄνευ]] ᾠδῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ μετὰ μελῳδίας, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 11· ψιλῷ [[μέλει]] διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 713D· οὕτω, ψ. [[κιθάρισις]] καὶ [[αὔλησις]] Πλάτ. Νόμ. 669Ε· ψιλὸς [[αὐλητής]], ὁ παίζων τὸν αὐλόν, χωρὶς νὰ ᾄδῃ τις πρὸς αὐλὸν (πρβλ. [[ψιλοκιθαριστής]]), Λοβέκ. εἰς Φρύν. 168. V. [[ἁπλοῦς]], [[μόνος]], ψ. ἀριθμητική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γεωμετρίαν κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 299Ε· ― [[ὕδωρ]] ψ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σὺν οἴνῳ, Ἱππ. 551.50· ψ. ἄνδρες, δηλ. [[ἄνευ]] γυναικῶν, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 417. 3· ― ὁ [[Οἰδίπους]] φαίνεται καλῶν τὴν Ἀντιγόνην ψιλὸν [[ὄμμα]], ὡς οὖσαν τὸ μόνον [[ὄμμα]] τὸ εἰς αὐτὸν ἀπολειφθέν, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 866. ― Ἐπίρρ. ψιλῶς, [[ἁπλῶς]], μόνον, Πλουτ. Περικλ. 15. VI. Παρὰ τοῖς Γραμμ. ἐπὶ φωνηέντων μὴ φερόντων τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], (φωνήεν) ψιλούμενον, Δημ. Φαληρ. 73. ―[[ὡσαύτως]] ἁπλοῦν φωνῆεν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς δίφθογγον, Τζέτζ. Ἱστ. 2) ἐπὶ τῶν ἀφώνων, π κ τ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[δασέα]] φ χ θ· ψιλαὶ δ’ εἰσὶ (τῶν φωνῶν) ὅσαι γίγνονται, χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 70· ψιλῶς γράφειν ἢ καλεῖν, διὰ ψιλοῦ ἀφώνου ἀντὶ δασέος, [[οἷον]] [[ῥάπυς]] ἀντὶ [[ῥάφυς]], ἀσπάραγος ἀντὶ [[ἀσφάραγος]], Ἀθήν. 369Β· πρβλ. [[ψιλότης]] ΙΙ, ὖ ψιλόν. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |