Anonymous

φόως: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φόως''': τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, [[ὅπερ]] καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[φάος]], φῶς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, [[ὅθεν]] ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φόως]]· φῶς. [[χαρά]]· [[σωτηρία]]», καὶ: «[[φόως]] ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).
|lstext='''φόως''': τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, [[ὅπερ]] καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[φάος]], φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, [[ὅθεν]] ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φόως]]· φῶς. [[χαρά]]· [[σωτηρία]]», καὶ: «[[φόως]] ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).
}}
}}
{{bailly
{{bailly