Anonymous

χῶρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι μετὰ τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει.
|lstext='''χῶρος''': ὁ· ([[ἄγνωστος]] ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ [[χώρα]] Ι, [[τόπος]],κεχωρισμένον [[μέρος]] ἐδάφους, [[μέρος]], χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ [[χῶρος]], «[[ὅπου]] καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ [[τόπος]] ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. [[ὑλήεις]], ἔρημος, οἱοπόλος, [[ψαμαθώδης]] Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· [[πίων]] Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς [[αὐτόθι]] 597· [[καταστύφελος]] Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· συχν. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει [[χῶρος]] Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ [[ἐκεῖ]] κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., [[χῶρος]] ... [[οὗτος]] ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ [[χώρα]], γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) [[περιουσία]] κτηματική, [[κτῆμα]] «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ [[ἐξοχή]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι μετὰ τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ [[περίγειος]] = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. [[χώρα]] ἐν τέλει.
}}
}}
{{bailly
{{bailly