Anonymous

χαμᾶζε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμᾶζε''': ἐπίρρ., ([[χαμαὶ]]) εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε [[χαμᾶζε]] Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ [[τόξον]] ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς [[χαμᾶζε]] ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, [[διότι]] αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, [[θύραζε]], Ἀθήναζε [[εἶναι]] προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
|lstext='''χᾰμᾶζε''': ἐπίρρ., ([[χαμαὶ]]) εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε [[χαμᾶζε]] Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ [[τόξον]] ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς [[χαμᾶζε]] ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, [[διότι]] αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, [[θύραζε]], Ἀθήναζε [[εἶναι]] προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly