3,274,216
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτέω''': πρβλ. [[αἴτημι]]: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) [[μάλιστα]] μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ | |lstext='''αἰτέω''': πρβλ. [[αἴτημι]]: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) [[μάλιστα]] μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι [[παρά]] τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. δίκας αἰτ. τινὰ φόνου, ἀπαιτῶ [[παρά]] τινος ἱκανοποίησιν διὰ φόνον, Ἡρόδ. 8. 114. Ὡσαύτως αἰτ. τι [[πρός]] τινος, Θέογν. 556· [[παρά]] τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16. 3) μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. ζητῶ τινα νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Γ. 173, Σοφ. Ο. Κ. 13349, Ἀντ. 65, κτλ.· [[ὡσαύτως]] αἰτ. [[παρά]] τινος δοῦναι, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 4) ἐν τῇ λογικῇ, [[λαμβάνω]] τι ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1, 24. 2. Τοπ. 8. 13, 2, κτλ. ΙΙ. Μέσ. ζητῶ τι δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ σκοπόν, ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 480· [[συχνάκις]] [[εἶναι]] σχεδὸν = τῷ ἐνεργ. καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς συντάξεως, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 822, κτλ. αἰτεῖσθαί τινα [[ὅπως]]..., Ἀντιφῶν 112, 41· συχν. ἀπολύτ. κατὰ μετοχήν, αἰτουμένῳ μοι δός, Αἰσχύλ. Χο. 480. πρβλ. 2, Θήβ. 260, Σοφ. Φ. 63· αἰτουμένη που τεύξεται, ὁ αὐτ. Ἀντ. 778· αἰτησάμενος ἐχρήσατο, Λυσ. 154, 24· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ’ αἰτούμενος, Μένανδ. ἐν «Ὑμνίδι» 5· αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος, ζητῶ διά τινα, Λυσ. 141, 35. ΙΙΙ. παθ. ἐπὶ προσώπων, αἰτεῖσθαι ὑπὸ ἄλλου, αἰτηθείς τι, Ἡρόδ. 8. 111, Θουκ. 2. 97· αἰτεύμενος, Θεόκρ. 14. 63: [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι μοῖσαν, παρακαλοῦμαι νά… κτλ., Πινδ. Ι. 8 (7), 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ζητοῦμαι, τὸ αἰτεόμενον, Ἡρόδ. 8. 112· ἵπποι ᾐτημένοι, δεδανεισμένοι, Λυσ. 169, 17. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |