Anonymous

διπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλάσιος''': -α, -ον, Ἰων. [[διπλήσιος]], -η, -ον, (ἂν καὶ τὸ α [[εἶναι]] βραχὺ παρ’ Ἀττ.)· - δὶς μεγαλείτερος ἑτέρου, δὶς [[τόσος]], [[ὅσος]]…, δὶς τόσοι, ὅσοι…, δὶς τόσον [[μακρός]], ὅσον…, κτλ., Ἡρόδ. 4. 68, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ. ([[διότι]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 151 ἡ πιθανὴ γραφὴ [[εἶναι]] διπλοῦν ἢ δίκρουν)· [[συχν]]. ὡς συγκριτ. ἑπομένου ἤ.., ὁ αὐτ. 6. 57. Θουκ. 1. 10, κτλ.· [[ὡσαύτως]], διπλήσιον ἢ ὅσον…, Ἡρόδ. 7. 23· ἢ μετὰ γεν., δὶς [[τόσος]], ἔχων δύο φορὰς τὸ [[μέγεθος]].., 6. 133· δ. ἐγένετο αὐτὸς [[ἑωυτοῦ]] 8. 137· διπλάσια τῶν ἄλλων Δημ. 306. 28· δ. τῆς ἀληθείας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 71· διπλασίοις ἐλάττω (ἐνν. τὰ χρήματα) Δημ. 829. 24. 2) ὡς οὐσιαστ. διπλάσιον, τό, ἄλλον τόσον, δὶς μεγαλήτερον ἢ περισσότερον, Λατ. duplum, Ἡρόδ. 7. 103· [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ., Θέογν. 229. 3) διπλασίαν (ἐνν. ζημίαν) ἐκτίνειν Πλάτ. Νόμ. 762Β· τὴν δ. καταδικάζειν Νόμ. παρὰ Δημ. 733. 5. 4) ἐπίρρ. -ως, Θουκ. 8. 1, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 99· δ. ἄμεινον Αἰσχίν. 44. 20.
|lstext='''διπλάσιος''': -α, -ον, Ἰων. [[διπλήσιος]], -η, -ον, (ἂν καὶ τὸ α [[εἶναι]] βραχὺ παρ’ Ἀττ.)· - δὶς μεγαλείτερος ἑτέρου, δὶς [[τόσος]], [[ὅσος]]…, δὶς τόσοι, ὅσοι…, δὶς τόσον [[μακρός]], ὅσον…, κτλ., Ἡρόδ. 4. 68, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ. ([[διότι]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 151 ἡ πιθανὴ γραφὴ [[εἶναι]] διπλοῦν ἢ δίκρουν)· συχν. ὡς συγκριτ. ἑπομένου ἤ.., ὁ αὐτ. 6. 57. Θουκ. 1. 10, κτλ.· [[ὡσαύτως]], διπλήσιον ἢ ὅσον…, Ἡρόδ. 7. 23· ἢ μετὰ γεν., δὶς [[τόσος]], ἔχων δύο φορὰς τὸ [[μέγεθος]].., 6. 133· δ. ἐγένετο αὐτὸς [[ἑωυτοῦ]] 8. 137· διπλάσια τῶν ἄλλων Δημ. 306. 28· δ. τῆς ἀληθείας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 71· διπλασίοις ἐλάττω (ἐνν. τὰ χρήματα) Δημ. 829. 24. 2) ὡς οὐσιαστ. διπλάσιον, τό, ἄλλον τόσον, δὶς μεγαλήτερον ἢ περισσότερον, Λατ. duplum, Ἡρόδ. 7. 103· [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίρρ., Θέογν. 229. 3) διπλασίαν (ἐνν. ζημίαν) ἐκτίνειν Πλάτ. Νόμ. 762Β· τὴν δ. καταδικάζειν Νόμ. παρὰ Δημ. 733. 5. 4) ἐπίρρ. -ως, Θουκ. 8. 1, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 99· δ. ἄμεινον Αἰσχίν. 44. 20.
}}
}}
{{bailly
{{bailly