Anonymous

ἐπιτήδειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτήδειος''': -α, -ον, Ἰων. -εος, έη, εον, ὁμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ειότερος, -ειότατος, Θουκ. 4. 54., 7. 86, κτλ.· ἀνώμαλ., ἐπιτηδεέστερος, -έστατος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Δημόκρ. παρ᾿ Εὐστ. 1441. 16· Ἰων. -εώτερος, -εώτατος, Ἡρόδ. 9. 2., 1. 110, κ. ἀλλ. ([[ἐπιτηδές]]): ― [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], γῆ, [[χώρα]] Ἡρόδ. κλ. ‒― Σύνταξις: [[ἐπιτήδειος]] ἔς τι Ἡρόδ. 1. 115, κτλ.· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 390Β· [[συχν]]. μετ᾿ ἀπαρ., [[χωρίον]] ἐπ. ἐνιππεῦσαι, κατάλληλον πρὸς ἱππασίαν, Ἡρόδ. 6. 102, πρβλ. 9. 2, Θουκ. 1. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1228. Εὐρ. Βάκχ. 508· ἄνδρα ἐπιτηδεώτατον... δέξαι Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 82· [[οὕτως]], ἐπ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Ἀντιφῶν 136. 35· καὶ ἄνδρας δέ τινας ἀπέκτειναν... οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι [[εἶναι]] ὑπεξαιρεθῆναι, οὓς ἐνόμισαν ὅτι ἦτο συμφέρον νὰ ἄρωσιν ἐκ τοῦ μέσου, Θουκ. 8. 70· ἐπ. τεθνάναι Ἀνδοκ. 32. 27, πρβλ. Λυσ. 185. 32· οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ [[πόσις]], ἀλλ᾿ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾿πιτηδεία κυρεῖς,.., ἀλλὰ [[διότι]] δὲν εἶσαι [[εὐχάριστος]] [[σύντροφος]] νὰ ζῇ τις μετὰ σοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 206· [[ὡσαύτως]], ἐπ. ὀστρακισθῆναι, [[ἄξιος]] νὰ ὀστρακισθῇ, Ἀνδοκ. 34. 2· ἐπ. παθεῖν τι Δημ. 610. 20· τὸν ἐπ. ἔπαιεν, ἔτυπτεν ἐκεῖνον ὃν ἥρμοζε νὰ κτυπήσῃ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11· [[ἀλλά]], ἐπ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν, [[ὅστις]] [[εἶναι]] πιθανὸν νὰ ἔλθῃ, ἢ [[ὅστις]] ἔχει κλίσιν ἢ διάθεσιν νά…, Θουκ. 8. 63· ἐπὶ καταλλήλου τοποθεσίας, ἄνδρες Ἕλληνες [[ἐνθαῦτα]] ὑμῖν ἐπιτήδειον οἰκέειν Ἡρόδ. 4. 158, κτλ. ΙΙ. [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[ἀναγκαῖος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὀλιγαρχία]] ἐπ. τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[κατάλληλος]], ἁρμόζουσα, Θουκ. 5. 81· ἐπ. τῷ δήμῳ Λυσ. 134. 23· καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπ., πρὸς ὠφέλειαν αὐτῶν, Θουκ. 4. 76· οὐδὲν ηὕροντο ἐπ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν, ὁ αὐτ. 1. 58· ἐπὶ συνθηκῶν, οἰωνῶν, οὐκ ἐπ., οὐχὶ εὐνοϊκά, ἀντίθετον τῷ καλά, Ἡρόδ. 6. 97., 9. 37: ― ἰδίως ὡς οὐσιαστ., τὰ ἐπιτήδεια, τὰ χρειώδη, τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, τὰ [[ἐφόδια]], [[κυρίως]] ἐπὶ ζωοτροφιῶν, Λατ. commeatus, ὁ αὐτ. 2. 174, Θουκ. κλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμ., Ξεν. Πόρ. 4, 38. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χρήσιμος]], [[φιλικός]], Ἡρόδ. 4. 72, Θουκ. 3. 40· τινι, εἴς τινα, Θουκ. 4. 78· ἐπ. ποιεῖν τινα Ἀνδοκ. 34. 25· ἐόντα τῷ πατρὶ ἐπιτήδειον, φερόμενον [[πρεπόντως]] τῷ πατρί, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπ. τοῖς πρασσομένοις, εὐνοϊκῶς ἔχων [[πρός]]…, Θουκ. 8. 54: ― [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., μετὰ γεν., στενὸς φίλος, Λατ. necessarius, οἱ ἐπ., οἱ φίλοι, ὁ αὐτ. 5. 64· Ἀθηναίων ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 73· [[ἡμέτερος]] ἐπ. Λυσ. 93. 41. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -είως, καὶ Ἰων. -έως, προθύμως, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι [[ἐπιτηδέως]] Ἡρόδ. 1. 108., 4. 139. 2) [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], οὐ γὰρ ἐποιήσατε [[ἐπιτηδέως]] ὁ αὐτ. 9. 7· σφίσιν αὐτοῖς ἐπιτηδείως, ὡς συνεφέρειν αὐτοῖς, Θουκ. 1. 19, πρβλ. 5. 82. ― Συγκρ. -ειότερον, ὁ αὐτ. 4. 54· -ειοτέρως Ἱππ. 602. 39. 3) ἐπ. ἔχειν τινί, φιλικῶς ἔχειν, Παυσ. 3. 9, 3.
|lstext='''ἐπιτήδειος''': -α, -ον, Ἰων. -εος, έη, εον, ὁμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ειότερος, -ειότατος, Θουκ. 4. 54., 7. 86, κτλ.· ἀνώμαλ., ἐπιτηδεέστερος, -έστατος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Δημόκρ. παρ᾿ Εὐστ. 1441. 16· Ἰων. -εώτερος, -εώτατος, Ἡρόδ. 9. 2., 1. 110, κ. ἀλλ. ([[ἐπιτηδές]]): ― [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], γῆ, [[χώρα]] Ἡρόδ. κλ. ‒― Σύνταξις: [[ἐπιτήδειος]] ἔς τι Ἡρόδ. 1. 115, κτλ.· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 390Β· συχν. μετ᾿ ἀπαρ., [[χωρίον]] ἐπ. ἐνιππεῦσαι, κατάλληλον πρὸς ἱππασίαν, Ἡρόδ. 6. 102, πρβλ. 9. 2, Θουκ. 1. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1228. Εὐρ. Βάκχ. 508· ἄνδρα ἐπιτηδεώτατον... δέξαι Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 82· [[οὕτως]], ἐπ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Ἀντιφῶν 136. 35· καὶ ἄνδρας δέ τινας ἀπέκτειναν... οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι [[εἶναι]] ὑπεξαιρεθῆναι, οὓς ἐνόμισαν ὅτι ἦτο συμφέρον νὰ ἄρωσιν ἐκ τοῦ μέσου, Θουκ. 8. 70· ἐπ. τεθνάναι Ἀνδοκ. 32. 27, πρβλ. Λυσ. 185. 32· οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ [[πόσις]], ἀλλ᾿ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾿πιτηδεία κυρεῖς,.., ἀλλὰ [[διότι]] δὲν εἶσαι [[εὐχάριστος]] [[σύντροφος]] νὰ ζῇ τις μετὰ σοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 206· [[ὡσαύτως]], ἐπ. ὀστρακισθῆναι, [[ἄξιος]] νὰ ὀστρακισθῇ, Ἀνδοκ. 34. 2· ἐπ. παθεῖν τι Δημ. 610. 20· τὸν ἐπ. ἔπαιεν, ἔτυπτεν ἐκεῖνον ὃν ἥρμοζε νὰ κτυπήσῃ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11· [[ἀλλά]], ἐπ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν, [[ὅστις]] [[εἶναι]] πιθανὸν νὰ ἔλθῃ, ἢ [[ὅστις]] ἔχει κλίσιν ἢ διάθεσιν νά…, Θουκ. 8. 63· ἐπὶ καταλλήλου τοποθεσίας, ἄνδρες Ἕλληνες [[ἐνθαῦτα]] ὑμῖν ἐπιτήδειον οἰκέειν Ἡρόδ. 4. 158, κτλ. ΙΙ. [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[ἀναγκαῖος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὀλιγαρχία]] ἐπ. τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[κατάλληλος]], ἁρμόζουσα, Θουκ. 5. 81· ἐπ. τῷ δήμῳ Λυσ. 134. 23· καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπ., πρὸς ὠφέλειαν αὐτῶν, Θουκ. 4. 76· οὐδὲν ηὕροντο ἐπ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν, ὁ αὐτ. 1. 58· ἐπὶ συνθηκῶν, οἰωνῶν, οὐκ ἐπ., οὐχὶ εὐνοϊκά, ἀντίθετον τῷ καλά, Ἡρόδ. 6. 97., 9. 37: ― ἰδίως ὡς οὐσιαστ., τὰ ἐπιτήδεια, τὰ χρειώδη, τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, τὰ [[ἐφόδια]], [[κυρίως]] ἐπὶ ζωοτροφιῶν, Λατ. commeatus, ὁ αὐτ. 2. 174, Θουκ. κλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμ., Ξεν. Πόρ. 4, 38. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χρήσιμος]], [[φιλικός]], Ἡρόδ. 4. 72, Θουκ. 3. 40· τινι, εἴς τινα, Θουκ. 4. 78· ἐπ. ποιεῖν τινα Ἀνδοκ. 34. 25· ἐόντα τῷ πατρὶ ἐπιτήδειον, φερόμενον [[πρεπόντως]] τῷ πατρί, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπ. τοῖς πρασσομένοις, εὐνοϊκῶς ἔχων [[πρός]]…, Θουκ. 8. 54: ― [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., μετὰ γεν., στενὸς φίλος, Λατ. necessarius, οἱ ἐπ., οἱ φίλοι, ὁ αὐτ. 5. 64· Ἀθηναίων ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 73· [[ἡμέτερος]] ἐπ. Λυσ. 93. 41. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -είως, καὶ Ἰων. -έως, προθύμως, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι [[ἐπιτηδέως]] Ἡρόδ. 1. 108., 4. 139. 2) [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], οὐ γὰρ ἐποιήσατε [[ἐπιτηδέως]] ὁ αὐτ. 9. 7· σφίσιν αὐτοῖς ἐπιτηδείως, ὡς συνεφέρειν αὐτοῖς, Θουκ. 1. 19, πρβλ. 5. 82. ― Συγκρ. -ειότερον, ὁ αὐτ. 4. 54· -ειοτέρως Ἱππ. 602. 39. 3) ἐπ. ἔχειν τινί, φιλικῶς ἔχειν, Παυσ. 3. 9, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly