Anonymous

ἔνδοξος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) δοξαζόμενος ἢ τιμώμενος, πεφημισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἄδοξος]], τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55, [[αὐτόθι]] 3. 5, 1, Ἀγησ. 1. 19· [[ἐπίσημος]], πλουσίων καὶ ἐνδόξων Πλάτ. Σοφ. 223Β· ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μνήμης καὶ λόγου ἄξια, τὰ ἐμποιοῦντα δόξαν, οἱ μὲν γὰρ πατέρες ἡμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, κτλ., Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 64. 4, 42· [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]], ταφὴ Πλουτ. 2. 99F: - Ἐπίρρ. ἐνδόξως, [[ἐντεῦθεν]] ὑπερθ. ἐνδοξότατα, ἐνδοξότατα ἐβουλεύσασθε Δημ. 246. 25· καὶ [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς. ΙΙ. στηριζόμενος εἰς δοξασίαν, [[πιθανός]], κοινῶς παραδεδεγμένος, ἔνδοξα τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατ’ ἀνάγκην ἀληθῆ (τὰ πρῶτα καὶ ἀληθῆ), Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 3, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 5, Ρητ. 1. 1, 11 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ., ἐνδόξως συλλογίζεσθαι, κατὰ τὴν κοινὴν τῶν ἀνθρώπων δοξασίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17, 1.
|lstext='''ἔνδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) δοξαζόμενος ἢ τιμώμενος, πεφημισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἄδοξος]], τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55, [[αὐτόθι]] 3. 5, 1, Ἀγησ. 1. 19· [[ἐπίσημος]], πλουσίων καὶ ἐνδόξων Πλάτ. Σοφ. 223Β· ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μνήμης καὶ λόγου ἄξια, τὰ ἐμποιοῦντα δόξαν, οἱ μὲν γὰρ πατέρες ἡμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, κτλ., Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 64. 4, 42· [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]], ταφὴ Πλουτ. 2. 99F: - Ἐπίρρ. ἐνδόξως, [[ἐντεῦθεν]] ὑπερθ. ἐνδοξότατα, ἐνδοξότατα ἐβουλεύσασθε Δημ. 246. 25· καὶ συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς. ΙΙ. στηριζόμενος εἰς δοξασίαν, [[πιθανός]], κοινῶς παραδεδεγμένος, ἔνδοξα τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατ’ ἀνάγκην ἀληθῆ (τὰ πρῶτα καὶ ἀληθῆ), Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 3, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 5, Ρητ. 1. 1, 11 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ., ἐνδόξως συλλογίζεσθαι, κατὰ τὴν κοινὴν τῶν ἀνθρώπων δοξασίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly