Anonymous

ὑμνέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμνέω''': Ἐπικ. ὑμνείω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 2· Δωρ. γ΄ πληθ. ὑμνεῦσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 190 θηλ. μετοχ. ὑμνεῦσα Ἡσ. Θεογ. 11· Δωρικ. προστ. ὕμνη Ἀριστοφ. Λυσ. 1321· Λακων. α΄ πληθ. ὑποτ. [[ὑμνίωμες]] [[αὐτόθι]] 1305· ([[ὕμνος]]). Ι. μετ’ αἰτ. τοῦ ἐξυμνουμένου προσώπου ἢ τοῦ πράγματος, ἀνυμνῶ, ἐξυμνῶ, [[ἐγκωμιάζω]], Λατ. canere, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θεογ. 11. 33, ἀκολούθως [[συχν]]. ἐν τοῖς Ὁμ. ὕμνοις παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγικ.· - [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐξυμνῶ, κτλ., Ὦπιν Ἡρόδ. 4. 35· τὰς τούτων ἀρετὰς Λυσί. 190. 29· Παλαμήδη Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 23, κλπ.· ἐπὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὕμνου, [[οὔτε]]... μέ τις [[ὕμνος]] ὕμνησεν Σοφ. Ἀντ. 816· - μετὰ διπλῆς αἰτ., ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα, τὰ πράγματα δι’ ἃ ἐπῄνεσα τὴν πόλιν, Θουκ. 2. 42, - Παθ, ὑμνοῦμαι, ἐξυμνοῦμαι, Ἀργεῖοι... τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται (Ἰων. ἀντὶ -ηνται), [[πανταχοῦ]] ἐξυμνοῦνται, Ἡρόδ. 5. 67· ὑμνηθήσεται [[πόλις]] Εὐρ. Ἴων 1590· ὑμνούμενος, [[εὐκλεής]], [[ἔνδοξος]], [[διαβόητος]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 38· αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10 10, 6· - ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς κλῶνα πρὸς καλὸν δάφνης ὁ Φοῖβος, οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνών. 305 (ἴδε Meineke). 2) παρὰ ποιηταῖς συνάπτεται [[ἐνίοτε]] μετὰ λέξεων αἵτινες δηλοῦσι λυπηρόν τι ἢ κακόν, οἷιν, ἐν κατηρεφεῖ στέγῃ... ὑμνήσεις κακὰ Σοφ. Ἠλ. 382· ὑμν. τινα θρήνοις Εὐρ. Ρῆσ. 976· τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι (Ἰων. ἀντὶ -οῦσαι) ἀπιστοσύναν, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 423· οὕτω, ὑμνοῦσι τὸ [[γῆρας]], ὅσων κακῶν αἴτιον [ἐστι] Πλάτ. Πολ. 329Β. - Παθ., Ἐτεοκλέης ἂν . ὑμνοῖτο... φροιμίοις πολυρρόθοις Αἰσχύλ. Θήβ. 7, πρβλ. Ruhnk εἰς Πλάτ. Τίμ. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὕμνον, παιᾶνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191, 1474, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 688. ΙΙ. [[λέγω]] ἐπανειλημμένως, [[ἐπαναλαμβάνω]], [[ἀπαγγέλλω]], Λατ. decantare, Πλάτ. Πρωτ. 317Α, Πολ. 549Ε, 364Α, Θεαίτ. 174Ε κλπ.· τὸν νόμον ὑμνεῖν, ἐπαναλαμβάνειν ἢ ἀπαγγέλλειν τὸν τύπον τοῦ νόμου (ὡς ἐν τῇ Λατ. carmen, ἐπὶ τῆς σημασίας τύπου λέξεων ἢ φράσεως, Λιβ. 1. 26, κλπ.), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - Παθ., ὁ δ’ εἶπε [[πρός]] με βαί’, ἀεὶ δ’ ὑμνούμενα (Σχόλ. τὰ πολυθρύλητα) Σοφ. Αἴ. 292. ΙΙΙ. ἀμεταβ, ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν Θουκ. 1. 21· ὑμνῶν οὔποτ’ ἔληγεν Ξεν. Ἀγησ. 11, 2. 2) ἐπὶ παθ. ἐννοίας, φῆμαι... ὑμνήσουσι περὶ τὰ ὦτα, θὰ ἠχήσωσι περὶ τὰ ὦτα, Πλάτ. Πολ. 463D. [Παρ’ Ἀττ. [[ἐνίοτε]] ῠ, Εὐρ. Βάκχ. 71, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 441, καὶ πρβλ. [[ὑμνῳδέω]], [[εὔυμνος]]].
|lstext='''ὑμνέω''': Ἐπικ. ὑμνείω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 2· Δωρ. γ΄ πληθ. ὑμνεῦσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 190 θηλ. μετοχ. ὑμνεῦσα Ἡσ. Θεογ. 11· Δωρικ. προστ. ὕμνη Ἀριστοφ. Λυσ. 1321· Λακων. α΄ πληθ. ὑποτ. [[ὑμνίωμες]] [[αὐτόθι]] 1305· ([[ὕμνος]]). Ι. μετ’ αἰτ. τοῦ ἐξυμνουμένου προσώπου ἢ τοῦ πράγματος, ἀνυμνῶ, ἐξυμνῶ, [[ἐγκωμιάζω]], Λατ. canere, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θεογ. 11. 33, ἀκολούθως συχν. ἐν τοῖς Ὁμ. ὕμνοις παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγικ.· - [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐξυμνῶ, κτλ., Ὦπιν Ἡρόδ. 4. 35· τὰς τούτων ἀρετὰς Λυσί. 190. 29· Παλαμήδη Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 23, κλπ.· ἐπὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὕμνου, [[οὔτε]]... μέ τις [[ὕμνος]] ὕμνησεν Σοφ. Ἀντ. 816· - μετὰ διπλῆς αἰτ., ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα, τὰ πράγματα δι’ ἃ ἐπῄνεσα τὴν πόλιν, Θουκ. 2. 42, - Παθ, ὑμνοῦμαι, ἐξυμνοῦμαι, Ἀργεῖοι... τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται (Ἰων. ἀντὶ -ηνται), [[πανταχοῦ]] ἐξυμνοῦνται, Ἡρόδ. 5. 67· ὑμνηθήσεται [[πόλις]] Εὐρ. Ἴων 1590· ὑμνούμενος, [[εὐκλεής]], [[ἔνδοξος]], [[διαβόητος]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 38· αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10 10, 6· - ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς κλῶνα πρὸς καλὸν δάφνης ὁ Φοῖβος, οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνών. 305 (ἴδε Meineke). 2) παρὰ ποιηταῖς συνάπτεται [[ἐνίοτε]] μετὰ λέξεων αἵτινες δηλοῦσι λυπηρόν τι ἢ κακόν, οἷιν, ἐν κατηρεφεῖ στέγῃ... ὑμνήσεις κακὰ Σοφ. Ἠλ. 382· ὑμν. τινα θρήνοις Εὐρ. Ρῆσ. 976· τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι (Ἰων. ἀντὶ -οῦσαι) ἀπιστοσύναν, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 423· οὕτω, ὑμνοῦσι τὸ [[γῆρας]], ὅσων κακῶν αἴτιον [ἐστι] Πλάτ. Πολ. 329Β. - Παθ., Ἐτεοκλέης ἂν . ὑμνοῖτο... φροιμίοις πολυρρόθοις Αἰσχύλ. Θήβ. 7, πρβλ. Ruhnk εἰς Πλάτ. Τίμ. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὕμνον, παιᾶνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191, 1474, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 688. ΙΙ. [[λέγω]] ἐπανειλημμένως, [[ἐπαναλαμβάνω]], [[ἀπαγγέλλω]], Λατ. decantare, Πλάτ. Πρωτ. 317Α, Πολ. 549Ε, 364Α, Θεαίτ. 174Ε κλπ.· τὸν νόμον ὑμνεῖν, ἐπαναλαμβάνειν ἢ ἀπαγγέλλειν τὸν τύπον τοῦ νόμου (ὡς ἐν τῇ Λατ. carmen, ἐπὶ τῆς σημασίας τύπου λέξεων ἢ φράσεως, Λιβ. 1. 26, κλπ.), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - Παθ., ὁ δ’ εἶπε [[πρός]] με βαί’, ἀεὶ δ’ ὑμνούμενα (Σχόλ. τὰ πολυθρύλητα) Σοφ. Αἴ. 292. ΙΙΙ. ἀμεταβ, ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν Θουκ. 1. 21· ὑμνῶν οὔποτ’ ἔληγεν Ξεν. Ἀγησ. 11, 2. 2) ἐπὶ παθ. ἐννοίας, φῆμαι... ὑμνήσουσι περὶ τὰ ὦτα, θὰ ἠχήσωσι περὶ τὰ ὦτα, Πλάτ. Πολ. 463D. [Παρ’ Ἀττ. [[ἐνίοτε]] ῠ, Εὐρ. Βάκχ. 71, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 441, καὶ πρβλ. [[ὑμνῳδέω]], [[εὔυμνος]]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly