Anonymous

ἀνάπηρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπηρος''': -ον, ὁ πεπηρωμένος [[μέλει]] τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, [[κολοβός]], Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
|lstext='''ἀνάπηρος''': -ον, ὁ πεπηρωμένος [[μέλει]] τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, [[κολοβός]], Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly