Anonymous

ὄναρ: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄναρ''': τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ., αἱ δὲ ἄλλαι πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[ὄνειρος]] (ὃ ἴδε)˙ ― [[ὄνειρον]] ὃ βλέπει τις καθ’ ὕπνους, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὅραμα]] ὃ βλέπει τις ἐγρηγορὼς ([[ὕπαρ]], ὃ ἴδε), Ὀδ. Τ. 547, Υ. 90 ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ Σοφ. Ἠλ. 425˙ εἶδον [[ὄναρ]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1090˙ ἄκουε δὴ [[ὄναρ]] ἀντ’ ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D˙ [[ὥστε]] μηδ’ [[ὄναρ]] [[ἰδεῖν]], ἐπὶ βαθέος ὕπνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 40D˙ 2) παροιμ., ἐπὶ παντὸς παρερχομένου, ἀβεβαίου, καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ πράγματος, ὀλιγοχρόνιον... [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] Θέογν. 1014˙ παρέρχεται ὡς [[ὄναρ]] ἥβη Θεόκρ. 27. 8˙ [[πόθος]] δή μοι ὡς [[ὄναρ]] ἔπτη Βίων 1. 58˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἡ ἐμὴ ([[σοφία]])..., [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] οὖσα Πλάτ. Συμπ. 175Ε, πρβλ. Μένωνα 85C˙ ὡς [[ὄναρ]] ἐλευθερίας ὁρῶντας Πλάτ. Θησ. 32˙ ― καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ὡς, σκιᾶς [[ὄναρ]] ἄνθρωποι Πινδ. Π. 8. 136˙ [[ὄναρ]] ἡμερόφαντον ἀλαίνει, ἐπὶ γέροντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 82. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[ὄναρ]] ἦν ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., ἐν ὀνείρῳ, καθ’ ὕπνους, κατ’ [[ὄναρ]], [[ὄναρ]] γὰρ ὑμᾶς νῦν [[Κλυταιμνήστρα]] καλῶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 116˙ [[ὄναρ]] διώκεις θῆρα [[αὐτόθι]] 131˙ [[ὄναρ]] πνεύσαντα νυκτὸς Σοφ. Ἀποσπ. 63 [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., [[ὄναρ]] ἐπλουτήσαμεν Θεαίτ. 208Β˙ [[ὄναρ]] ὀνείρατα διηγεῖσθαι [[αὐτόθι]] 158C, [[ὡσαύτως]] οὐδὲ [[ὄναρ]], οὐδὲ καθ’ ὕπνους, Εὐρ. Ἀποσπ. 108 μηδ’ ἰδὼν [[ὄναρ]], [[μηδὲ]] εἰς τὸ ὄνειρόν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 518, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173D, Μοσχ. 4. 18˙ ἃ μηδ’ [[ὄναρ]] ἤλπισαν Δημ. 429˙ 19˙ ― [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] ἀντίθετον τῷ [[ὕπαρ]], ἴδε ἐν λ. [[ὕπαρ]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἀντὶ [[ὄνειαρ]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 270, ἀθανάτοις θνητοῖσί τ’ [[ὄναρ]] καὶ [[χάρμα]] τέτυκται, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ [[ὄνειαρ]], ἐν ᾧ ὁ Voss καὶ ὁ Ιl\@en προτείνουσιν ὄνεαρ.
|lstext='''ὄναρ''': τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ., αἱ δὲ ἄλλαι πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[ὄνειρος]] (ὃ ἴδε)˙ ― [[ὄνειρον]] ὃ βλέπει τις καθ’ ὕπνους, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὅραμα]] ὃ βλέπει τις ἐγρηγορὼς ([[ὕπαρ]], ὃ ἴδε), Ὀδ. Τ. 547, Υ. 90 ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ Σοφ. Ἠλ. 425˙ εἶδον [[ὄναρ]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1090˙ ἄκουε δὴ [[ὄναρ]] ἀντ’ ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D˙ [[ὥστε]] μηδ’ [[ὄναρ]] [[ἰδεῖν]], ἐπὶ βαθέος ὕπνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 40D˙ 2) παροιμ., ἐπὶ παντὸς παρερχομένου, ἀβεβαίου, καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ πράγματος, ὀλιγοχρόνιον... [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] Θέογν. 1014˙ παρέρχεται ὡς [[ὄναρ]] ἥβη Θεόκρ. 27. 8˙ [[πόθος]] δή μοι ὡς [[ὄναρ]] ἔπτη Βίων 1. 58˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἡ ἐμὴ ([[σοφία]])..., [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] οὖσα Πλάτ. Συμπ. 175Ε, πρβλ. Μένωνα 85C˙ ὡς [[ὄναρ]] ἐλευθερίας ὁρῶντας Πλάτ. Θησ. 32˙ ― καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ὡς, σκιᾶς [[ὄναρ]] ἄνθρωποι Πινδ. Π. 8. 136˙ [[ὄναρ]] ἡμερόφαντον ἀλαίνει, ἐπὶ γέροντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 82. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[ὄναρ]] ἦν ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., ἐν ὀνείρῳ, καθ’ ὕπνους, κατ’ [[ὄναρ]], [[ὄναρ]] γὰρ ὑμᾶς νῦν [[Κλυταιμνήστρα]] καλῶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 116˙ [[ὄναρ]] διώκεις θῆρα [[αὐτόθι]] 131˙ [[ὄναρ]] πνεύσαντα νυκτὸς Σοφ. Ἀποσπ. 63 συχν. παρὰ Πλάτ., [[ὄναρ]] ἐπλουτήσαμεν Θεαίτ. 208Β˙ [[ὄναρ]] ὀνείρατα διηγεῖσθαι [[αὐτόθι]] 158C, [[ὡσαύτως]] οὐδὲ [[ὄναρ]], οὐδὲ καθ’ ὕπνους, Εὐρ. Ἀποσπ. 108 μηδ’ ἰδὼν [[ὄναρ]], [[μηδὲ]] εἰς τὸ ὄνειρόν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 518, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173D, Μοσχ. 4. 18˙ ἃ μηδ’ [[ὄναρ]] ἤλπισαν Δημ. 429˙ 19˙ ― [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] ἀντίθετον τῷ [[ὕπαρ]], ἴδε ἐν λ. [[ὕπαρ]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἀντὶ [[ὄνειαρ]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 270, ἀθανάτοις θνητοῖσί τ’ [[ὄναρ]] καὶ [[χάρμα]] τέτυκται, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ [[ὄνειαρ]], ἐν ᾧ ὁ Voss καὶ ὁ Ιl\@en προτείνουσιν ὄνεαρ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly