3,253,652
edits
m (Text replacement - "\/" to "/") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρβύλη''': [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν [[ὑπόδημα]] ἐξικνούμενον [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ [[ταῦτα]] οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ | |lstext='''ἀρβύλη''': [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν [[ὑπόδημα]] ἐξικνούμενον [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ [[ταῦτα]] οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ συχν. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ [[πηλοπατίδες]] ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας [[πόδα]], δηλ. ὡς ἦτο μετὰ τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς [[ὅμως]] δίδει [[ἄλλην]] ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, [[ἔνθα]] ἵστατο ὁ [[ἡνίοχος]], «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, [[ἔνθα]] τὴν στάσιν ἔχει ὁ [[ἡνίοχος]]» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |