Anonymous

φύσις: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύσις''': [ῠ], ἡ, γεν. φύσεως Εὐρ. Τρῳ. 886 καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, φύσεος Ἀριστοφ. Σφ. 1282. 1458 (λυρικὰ χωρία), Ἰων. φύσιος· Ἀττικ. δυϊκ. φύσει ἢ (ἐν ἑνὶ Ἀντιγράφῳ) φύση (πρβλ. [[πόλις]]) Πλάτ. Πολ. 410Ε· (ἴδε ἐν τέλει). Ἡ [[φύσις]] προσώπου ἢ πράγματος, δηλ. ἡ φυσικὴ [[αὐτοῦ]] [[κατάστασις]] καὶ [[μορφή]], ὡς [[ἀποτέλεσμα]] τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως [[αὐτοῦ]] ([[οἷον]] ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φύσιν [[εἶναι]] ἑκάστου Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 8)˙ [[ὅθεν]], Ι. ἡ [[φύσις]], αἱ φυσικαὶ ἰδιότητες, ἡ φυσικὴ [[δύναμις]], [[σύστασις]] ἢ [[κατάστασις]] πράγματός τινος, καί μοι φύσιν [[αὐτοῦ]] (ἐξυπακ. τοῦ φαρμάκου) ἔδειξεν Ὀδ. Ξ. 303 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)˙ ἡ φ. τῆς χώρης Ἡρόδ. 2. 5˙ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Πόροι 1, 2, πρβλ. Οἰκονομ. 16, 2, Δημ. 276. 12, κλπ.˙ ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φύσιος, ἄγεσθαι εἰς τὴν φ., ἐπὶ τῶν ὁρμῶν, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 827˙ ἡ φ. τῆς τριχὸς Ξεν. Ἱππ. 5, 5˙ αἵματος, [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 9, κλπ.˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., [[φύσεις]] ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Ἰσοκρ. 155Α˙ αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν ὁ αὐτ. 260C· ― ἀριθμῶν φ., ὡς τὸ Λατ. vis, Πλάτ. Φίληβ. 25Α˙ ἡ τῶν πάντων φ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 11, κλπ. 2) ὡς τὸ φυή, [[ἀνάστημα]], μέζονας ἢ κατ’ ἄνθρωπον φύσιν Ἡρόδ. 8. 38˙ ἦ νόον ἤ τοι φύσιν, ἢ κατὰ τὸν νοῦν ἢ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], ἢ τὴν μορφήν, Πινδ. Ν. 6. 9˙ οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν ὁ αὐτ. Ι. 4. 83˙ μορφῆς δ’ οὐχ [[ὁμόστολος]] [[φύσις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 496˙ τὸν δὲ Λάϊον, φύσιν τίν’ εἶχε, φράζε Σοφοκλ. Οἰδ. Τύρ. 740, πρβλ. Τραχ. 379˙ δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν Εὐρ. Βάκχ. 1355˙ τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ἀριστ. Σφ. 1071, πρβλ. Νεφ. 503˙ τὴν τοῦ σώματος φ. Ἰσοκρ. 204C. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἡ [[φύσις]], ἡ φυσικὴ [[κλίσις]], αἱ φυσικαὶ δυνάμεις, ὁ [[χαρακτήρ]] τινος, εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν... ἡ σὴ Σοφ. Φιλ. 874˙ τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν [[αὐτόθι]] 902, πρβλ. 1310˙ φ. φρενὸς Εὐρ. Μήδ. 105˙ ἡ ἀνθρωπεία φ. Θουκ. 1. 76˙ ψυχῆς Ξεν Κύρου Παιδ. 1. 2. 2˙ φ. [[φιλόσοφος]], τυραννικὴ Πλάτ. Πολ. 410Ε, 576Α, κλπ.˙ δεξιοὶ φύσιν Αἰσχύλ. Πρ. 489˙ ἀκμαῖοι φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 440˙ τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ἀριστοφ. Σφ. 1458, πρβλ. 1282, φύσεως [[ἰσχύς]], ἰσχὺς τῶν φυσικῶν δυνάμεων, Θουκ. 1. 138˙ φύσεως [[κακία]], [[κακία]] φυσικῆς διαθέσεως, Δημ. 499. 22˙ τῇ φ. χρῆσθαι Πλουτ. Κορ. 18˙ ἐν τῷ πληθ., γινομένου λόγου περὶ πλειόνων προσώπων, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 674, Εὐρ. Ἀνδρ. 956, Ἰσοκρ. 64Β˙ οἱ ἄριστοι τὰς φ. Πλάτ. Πολ. 526C· πρβλ. 375Β, κ. ἀλλ. 4) [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ὡς ἁπλῆ [[περίφρασις]] ἢ μετ’ ἐπιθετικῆς δυνάμεως, πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας, δηλ. ἤθελες ἐξερεθίσῃ καὶ λίθον ἀκόμη, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 334˙ [[μάλιστα]] παρὰ Πλάτωνι, ἡ τοῦ πτεροῦ φ. ἐν Φαίδρῳ 251Β˙ ἡ φ. [[αὐτοῦ]] ἀντὶ [[αὐτός]], ἐν Φαίδωνι 109Ε, πρβλ. Συμπ. 186Β, 191Α˙ ἡ φ. τῆς ἀσθενείας, ἡ φυσικὴ αὐτῆς [[ἀδυναμία]], Φαίδων 87Ε˙ ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Τίμ. 84C· ἡ τοῦ δικαίου φ. Νόμοι 862D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ [[φύσις]] ὡς ἀφῃρημένον τι, δηλ. ἡ [[συνήθης]] [[τάξις]] ἢ [[νόμος]] τῆς φύσεως, κατὰ φύσιν [[νόμος]] ὁ πάντων βασιλεὺς Πινδ. Ἀποσπ. 151, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 444D, κλπ.˙ κατὰ φύσιν πεφυκέναι Ἡρόδ. 2. 38˙ ὁ κατὰ φ. [[πατήρ]], [[υἱός]], [[ἀδελφός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ θέσιν (δι’ εἰσποιήσεως υἱοθεσίας), Πολύβ. 3. 9. 6., 12, 3, 11. 2, 2˙ ὁ κατὰ φ. [[θάνατος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν βίαιον θάνατον, πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. καὶ Κικέρ. Σύγκρ. 5˙ ― ἀντίθετον τῷ παρὰ φύσιν Εὐρ. Φοίν. 395, Θουκ. 6. 17, κλπ.˙ οὕτω, [[προδότης]] ἐκ φύσεως, φύσει [[τοιοῦτος]], Αἰσχίν. 50. 20˙ ― συνηθέστερον κατὰ δοτ., φύσει, ὡς ἐπίρρ., φύσει [[τοιοῦτος]] Ἀριστοφ. Πλ. 273, πρβλ. 279, κ. ἀλλ.˙ ἐν ἀντιθέσει, πρὸς τὸ νόμῳ, Πλάτ. Γοργ. 482Ε, Πρωτ. 337D κλπ.˙ [[ἅπας]] ὁ ἀνθρώπων [[βίος]] φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται Δημ. 774. 7˙ ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Πλάτ. Πολ. 381Α˙ οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· φύσει πέφυκε Σοφ. Φιλ. 79, Πλάτ., κλπ.˙ φύσιν ἔχει, μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ πέφυκε˙ κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι τὸν Ἡρακλέα; πῶς [[εἶναι]] φυσικὸν ἢ δυνατὸν ὁ [[Ἡρακλῆς]] νά…; Ἡρόδ. 2. 45˙ οὐκ ἔχει φύσιν, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τῆς φύσεως, οὐχὶ φυσικόν, Πλάτ. Πολ. 473Α, πρβλ. 489Β. 2) [[ἀρχή]], [[γέννησις]], φύσει γεγονότες εὖ Ἡρόδ. 7. 134˙ φ. [[νεώτερος]] Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1295, πρβλ. Αἴ. 1301˙ οὕτω κατ’ αἰτ., ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 325˙ ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν [[αὐτόθι]] 1125, πρβλ. Ἰσοκρ. 35C· ὄντες τοῦ δήμου τὴν φ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφικῇ γλώσσῃ, 1) ἡ [[φύσις]] ὡς [[δύναμις]] διδοῦσα [[ἀρχήν]], γένεσιν, ἢ κίνησιν, πρῶτον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111F κἑξ.˙ φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Πλάτ. Νόμ. 892C· φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων [[γένεσις]] Ἀριστ. Φυσ. 2. 1, 1., 3. 1. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 1˙ ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν [[μάτην]] ποιεῖ περὶ Οὐρ. 1. 4, 6˙ ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ [[μάτην]] ποιεῖ [[αὐτόθι]] 2. 11, 1˙ ἡ μὲν [[τέχνη]] ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 3, 2, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 3, 21, κτλ. 2) ἡ [[στοιχειώδης]] [[φύσις]] τῶν πραγμάτων, ἡ [[οὐσία]] αὐτῶν, τὴν πρώτην οὐσίαν... ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Γαλην. εἰς Ἱππ. περὶ φύσιος ἀνθρώπου ἐν ἀρχ.˙ οὔσης τῆς μὲν ὡς ὕλης, τῆς δ’ ὡς οὐσίας Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 1. 1, 29, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4. 3 κἑξ. 3) ἡ [[καθόλου]] [[σύστασις]] καὶ [[οὐσία]] τῶν πραγμάτων, τὸ σύμπαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C, Γοργ. 483Ε, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. κλπ. IV. ὡς συγκεκριμένον τι, τὰ πλάσματα, τὰ ζῷα (πρβλ. [[φύστις]]), θνητὴ [[φύσις]], τὸ ἀνθρώπινον γένος, Σοφ. Ἀποσπ. 515, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 869˙ πόντου εἰναλία φ., τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῷα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 346˙ ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Πλάτ. Πολ. 359C, πρβλ. Πολιτικ. 272C· θήλεια φ., ἡ [[γυνή]], τὸ [[γυναικεῖον]] [[φῦλον]], Ξεν. Λακ. Πολ. 3, 4˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 588C, Πολιτικ. 306Ε, Ξεν., κλπ.˙ [[φύσεις]] καρποφοροῦσαι, τὰ φυτά, Διόδ. 2. 49, πρβλ. 3. 12˙ ― ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, αἱ τοιαῦται [[φύσεις]], πλάσματα τοιαῦτα, οἱ τοιοῦτοι τὴν φύσιν ἄνθρωποι, Ἰσοκρ. 64Β, πρβλ. 397C, Αἰσχίν. 27. 13. V. [[εἶδος]], ταύτην ἔχειν βιοτῆς... φύσιν Σοφ. Φιλ. 165˙ ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρωμάτων μίαν φ., τὴν τῶν λευκῶν Πλάτ. Πολ. 429D, πρβλ. Lucret. 2. 850· φ. ἀλωπεκίδων, τὸ [[εἶδος]]..., Ξεν. Κυνηγ. 3. 1. VI. τὸ [[φῦλον]], γένος, [[θῆλυς]] οὖσα κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν ([[ἔνθα]] ὁ Mudge [[θῆλυς]] κοὐκ ἔχουσ’ ἀ. φ.) Σοφ. Τραχ. 1062, [[ἔνθα]] ἴδε Ἕρμανν. (1051), πρβλ. Ο. Κ. 445, Θουκ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 770D, 944D˙ [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ Λατ. natura, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φύλου, τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἢ μόρια (ὡς καὶ νῦν ἔτι), Διοδ. Ἐκλογ. 521, 92, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 92, Σουΐδ. κλπ.˙ ἴδε Δουκάγγ. ([[φύσις]] ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ φύω, ὡς τὸ natura ἐκ τοῦ nascor καὶ ingenium ἐκ τοῦ geno, gigno).
|lstext='''φύσις''': [ῠ], ἡ, γεν. φύσεως Εὐρ. Τρῳ. 886 καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, φύσεος Ἀριστοφ. Σφ. 1282. 1458 (λυρικὰ χωρία), Ἰων. φύσιος· Ἀττικ. δυϊκ. φύσει ἢ (ἐν ἑνὶ Ἀντιγράφῳ) φύση (πρβλ. [[πόλις]]) Πλάτ. Πολ. 410Ε· (ἴδε ἐν τέλει). Ἡ [[φύσις]] προσώπου ἢ πράγματος, δηλ. ἡ φυσικὴ [[αὐτοῦ]] [[κατάστασις]] καὶ [[μορφή]], ὡς [[ἀποτέλεσμα]] τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως [[αὐτοῦ]] ([[οἷον]] ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φύσιν [[εἶναι]] ἑκάστου Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 8)˙ [[ὅθεν]], Ι. ἡ [[φύσις]], αἱ φυσικαὶ ἰδιότητες, ἡ φυσικὴ [[δύναμις]], [[σύστασις]] ἢ [[κατάστασις]] πράγματός τινος, καί μοι φύσιν [[αὐτοῦ]] (ἐξυπακ. τοῦ φαρμάκου) ἔδειξεν Ὀδ. Ξ. 303 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)˙ ἡ φ. τῆς χώρης Ἡρόδ. 2. 5˙ τῆς Ἀττικῆς Ξεν. Πόροι 1, 2, πρβλ. Οἰκονομ. 16, 2, Δημ. 276. 12, κλπ.˙ ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φύσιος, ἄγεσθαι εἰς τὴν φ., ἐπὶ τῶν ὁρμῶν, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 827˙ ἡ φ. τῆς τριχὸς Ξεν. Ἱππ. 5, 5˙ αἵματος, [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 9, κλπ.˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., [[φύσεις]] ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Ἰσοκρ. 155Α˙ αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν ὁ αὐτ. 260C· ― ἀριθμῶν φ., ὡς τὸ Λατ. vis, Πλάτ. Φίληβ. 25Α˙ ἡ τῶν πάντων φ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 11, κλπ. 2) ὡς τὸ φυή, [[ἀνάστημα]], μέζονας ἢ κατ’ ἄνθρωπον φύσιν Ἡρόδ. 8. 38˙ ἦ νόον ἤ τοι φύσιν, ἢ κατὰ τὸν νοῦν ἢ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν [[σχῆμα]], ἢ τὴν μορφήν, Πινδ. Ν. 6. 9˙ οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν ὁ αὐτ. Ι. 4. 83˙ μορφῆς δ’ οὐχ [[ὁμόστολος]] [[φύσις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 496˙ τὸν δὲ Λάϊον, φύσιν τίν’ εἶχε, φράζε Σοφοκλ. Οἰδ. Τύρ. 740, πρβλ. Τραχ. 379˙ δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν Εὐρ. Βάκχ. 1355˙ τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ἀριστ. Σφ. 1071, πρβλ. Νεφ. 503˙ τὴν τοῦ σώματος φ. Ἰσοκρ. 204C. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἡ [[φύσις]], ἡ φυσικὴ [[κλίσις]], αἱ φυσικαὶ δυνάμεις, ὁ [[χαρακτήρ]] τινος, εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν... ἡ σὴ Σοφ. Φιλ. 874˙ τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν [[αὐτόθι]] 902, πρβλ. 1310˙ φ. φρενὸς Εὐρ. Μήδ. 105˙ ἡ ἀνθρωπεία φ. Θουκ. 1. 76˙ ψυχῆς Ξεν Κύρου Παιδ. 1. 2. 2˙ φ. [[φιλόσοφος]], τυραννικὴ Πλάτ. Πολ. 410Ε, 576Α, κλπ.˙ δεξιοὶ φύσιν Αἰσχύλ. Πρ. 489˙ ἀκμαῖοι φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 440˙ τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ἀριστοφ. Σφ. 1458, πρβλ. 1282, φύσεως [[ἰσχύς]], ἰσχὺς τῶν φυσικῶν δυνάμεων, Θουκ. 1. 138˙ φύσεως [[κακία]], [[κακία]] φυσικῆς διαθέσεως, Δημ. 499. 22˙ τῇ φ. χρῆσθαι Πλουτ. Κορ. 18˙ ἐν τῷ πληθ., γινομένου λόγου περὶ πλειόνων προσώπων, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 674, Εὐρ. Ἀνδρ. 956, Ἰσοκρ. 64Β˙ οἱ ἄριστοι τὰς φ. Πλάτ. Πολ. 526C· πρβλ. 375Β, κ. ἀλλ. 4) [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ὡς ἁπλῆ [[περίφρασις]] ἢ μετ’ ἐπιθετικῆς δυνάμεως, πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας, δηλ. ἤθελες ἐξερεθίσῃ καὶ λίθον ἀκόμη, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 334˙ [[μάλιστα]] παρὰ Πλάτωνι, ἡ τοῦ πτεροῦ φ. ἐν Φαίδρῳ 251Β˙ ἡ φ. [[αὐτοῦ]] ἀντὶ [[αὐτός]], ἐν Φαίδωνι 109Ε, πρβλ. Συμπ. 186Β, 191Α˙ ἡ φ. τῆς ἀσθενείας, ἡ φυσικὴ αὐτῆς [[ἀδυναμία]], Φαίδων 87Ε˙ ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Τίμ. 84C· ἡ τοῦ δικαίου φ. Νόμοι 862D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ [[φύσις]] ὡς ἀφῃρημένον τι, δηλ. ἡ [[συνήθης]] [[τάξις]] ἢ [[νόμος]] τῆς φύσεως, κατὰ φύσιν [[νόμος]] ὁ πάντων βασιλεὺς Πινδ. Ἀποσπ. 151, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 444D, κλπ.˙ κατὰ φύσιν πεφυκέναι Ἡρόδ. 2. 38˙ ὁ κατὰ φ. [[πατήρ]], [[υἱός]], [[ἀδελφός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ θέσιν (δι’ εἰσποιήσεως υἱοθεσίας), Πολύβ. 3. 9. 6., 12, 3, 11. 2, 2˙ ὁ κατὰ φ. [[θάνατος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν βίαιον θάνατον, πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. καὶ Κικέρ. Σύγκρ. 5˙ ― ἀντίθετον τῷ παρὰ φύσιν Εὐρ. Φοίν. 395, Θουκ. 6. 17, κλπ.˙ οὕτω, [[προδότης]] ἐκ φύσεως, φύσει [[τοιοῦτος]], Αἰσχίν. 50. 20˙ ― συνηθέστερον κατὰ δοτ., φύσει, ὡς ἐπίρρ., φύσει [[τοιοῦτος]] Ἀριστοφ. Πλ. 273, πρβλ. 279, κ. ἀλλ.˙ ἐν ἀντιθέσει, πρὸς τὸ νόμῳ, Πλάτ. Γοργ. 482Ε, Πρωτ. 337D κλπ.˙ [[ἅπας]] ὁ ἀνθρώπων [[βίος]] φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται Δημ. 774. 7˙ ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Πλάτ. Πολ. 381Α˙ οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 22C· φύσει πέφυκε Σοφ. Φιλ. 79, Πλάτ., κλπ.˙ φύσιν ἔχει, μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ πέφυκε˙ κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι τὸν Ἡρακλέα; πῶς [[εἶναι]] φυσικὸν ἢ δυνατὸν ὁ [[Ἡρακλῆς]] νά…; Ἡρόδ. 2. 45˙ οὐκ ἔχει φύσιν, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τῆς φύσεως, οὐχὶ φυσικόν, Πλάτ. Πολ. 473Α, πρβλ. 489Β. 2) [[ἀρχή]], [[γέννησις]], φύσει γεγονότες εὖ Ἡρόδ. 7. 134˙ φ. [[νεώτερος]] Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1295, πρβλ. Αἴ. 1301˙ οὕτω κατ’ αἰτ., ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 325˙ ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν [[αὐτόθι]] 1125, πρβλ. Ἰσοκρ. 35C· ὄντες τοῦ δήμου τὴν φ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφικῇ γλώσσῃ, 1) ἡ [[φύσις]] ὡς [[δύναμις]] διδοῦσα [[ἀρχήν]], γένεσιν, ἢ κίνησιν, πρῶτον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111F κἑξ.˙ φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Πλάτ. Νόμ. 892C· φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων [[γένεσις]] Ἀριστ. Φυσ. 2. 1, 1., 3. 1. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 1˙ ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν [[μάτην]] ποιεῖ περὶ Οὐρ. 1. 4, 6˙ ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ [[μάτην]] ποιεῖ [[αὐτόθι]] 2. 11, 1˙ ἡ μὲν [[τέχνη]] ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 3, 2, πρβλ. Μετεωρολ. 4. 3, 21, κτλ. 2) ἡ [[στοιχειώδης]] [[φύσις]] τῶν πραγμάτων, ἡ [[οὐσία]] αὐτῶν, τὴν πρώτην οὐσίαν... ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Γαλην. εἰς Ἱππ. περὶ φύσιος ἀνθρώπου ἐν ἀρχ.˙ οὔσης τῆς μὲν ὡς ὕλης, τῆς δ’ ὡς οὐσίας Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 1. 1, 29, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4. 3 κἑξ. 3) ἡ [[καθόλου]] [[σύστασις]] καὶ [[οὐσία]] τῶν πραγμάτων, τὸ σύμπαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C, Γοργ. 483Ε, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ. κλπ. IV. ὡς συγκεκριμένον τι, τὰ πλάσματα, τὰ ζῷα (πρβλ. [[φύστις]]), θνητὴ [[φύσις]], τὸ ἀνθρώπινον γένος, Σοφ. Ἀποσπ. 515, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 869˙ πόντου εἰναλία φ., τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῷα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 346˙ ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Πλάτ. Πολ. 359C, πρβλ. Πολιτικ. 272C· θήλεια φ., ἡ [[γυνή]], τὸ [[γυναικεῖον]] [[φῦλον]], Ξεν. Λακ. Πολ. 3, 4˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 588C, Πολιτικ. 306Ε, Ξεν., κλπ.˙ [[φύσεις]] καρποφοροῦσαι, τὰ φυτά, Διόδ. 2. 49, πρβλ. 3. 12˙ ― ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, αἱ τοιαῦται [[φύσεις]], πλάσματα τοιαῦτα, οἱ τοιοῦτοι τὴν φύσιν ἄνθρωποι, Ἰσοκρ. 64Β, πρβλ. 397C, Αἰσχίν. 27. 13. V. [[εἶδος]], ταύτην ἔχειν βιοτῆς... φύσιν Σοφ. Φιλ. 165˙ ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρωμάτων μίαν φ., τὴν τῶν λευκῶν Πλάτ. Πολ. 429D, πρβλ. Lucret. 2. 850· φ. ἀλωπεκίδων, τὸ [[εἶδος]]..., Ξεν. Κυνηγ. 3. 1. VI. τὸ [[φῦλον]], γένος, [[θῆλυς]] οὖσα κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν ([[ἔνθα]] ὁ Mudge [[θῆλυς]] κοὐκ ἔχουσ’ ἀ. φ.) Σοφ. Τραχ. 1062, [[ἔνθα]] ἴδε Ἕρμανν. (1051), πρβλ. Ο. Κ. 445, Θουκ. 2. 45, Πλάτ. Νόμ. 770D, 944D˙ [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ Λατ. natura, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φύλου, τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἢ μόρια (ὡς καὶ νῦν ἔτι), Διοδ. Ἐκλογ. 521, 92, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 92, Σουΐδ. κλπ.˙ ἴδε Δουκάγγ. ([[φύσις]] ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ φύω, ὡς τὸ natura ἐκ τοῦ nascor καὶ ingenium ἐκ τοῦ geno, gigno).
}}
}}
{{bailly
{{bailly