Anonymous

ἀθρόος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθρόος''': -α, -ον, (καὶ ος, ον, Δημοσθ. 412, 14. Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 22, κτλ.), [[κάλλιον]] ἁθρόος, ὡς ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραφεν αὐτὸ (Σχόλ. Ἐνετ. Ἰλ. Ξ. 38), Ἀττ. ἄθρους, ουν, ποιητ. δοτ. πληθ. ἁθροῖσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 26: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἡ ψιλὴ ἐπεκράτησε: (α ἀθροιστ. καὶ [[θρόος]]). [[Κατὰ]] σωροὺς ἢ [[πλῆθος]], συμπεπυκνωμένος ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἀλλὰ μόνον κατὰ πληθ. ὡς Ἰλ. Β. 439· πάντες ἁθρόοι, Ὀδ. Γ. 34, κτλ.· τὸ ἑνικὸν πρῶτον ἐν Πινδ. Π. 2. 65: ἁθρόοι, ἐπὶ στρατιωτῶν: συμπεπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, Ἡρόδ. 6. 112, Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 13, κτλ.· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀσύντακτοι, ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 46 = κατὰ φάλαγγα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 36· οὕτω καὶ πολλαὶ κῶμαι ἀθρ. = πυκναὶ ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 9. ΙΙ. ὅλα [[ὁμοῦ]] ἐν σώματι· ἀθρόα πάντ’ ἀπέτισεν, ἐπλήρωσε διὰ πάντα [[ἐφάπαξ]], Ὀδ. Α. 43· ἀθρόα [[πόλις]], οἱ πολῖται ὡς ὅλον, ἀντίθετον τῷ [[ἕκαστος]], Θουκ. 2. 60· [[οὕτως]] ἀθρ. [[δύναμις]], ὁ αὐτ. 2. 39· πρβλ. 1. 141· ἀθρ. ἦν αὐτῷ τὸ [[στράτευμα]], ἦτο συνηγμένον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· τὸ ἀθρόον, ἡ συνηγμένη αὐτῶν [[δύναμις]], [[αὐτόθι]] 4. 2, 20· πρβλ. Ἀν. 5. 2, 1· ἀθρόῳ στόματι, μιᾷ φωνῇ, Εὐρ. Βάκχ. 725· ἁθρόους κρίνειν, [[καταδικάζω]] πάντας [[ὁμοῦ]] διὰ μιᾶς ψήφου, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· πολλοὺς ἁθρόους ὑμῶν, Δημ. 558. 1· ἄθρους ὤφθη, ὤφθη μετὰ πάντων τῶν στρατευμάτων του, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τοῦ αὐτ. Σύλλ. 12· ἁθρόον λεγόμενον, ἐν χρήσει ἐπὶ περιληπτικῆς ἢ καθολικῆς ἐννοίας, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ [[μέρος]], Πλάτ. Θεαίτ. 182Α· ἡ [[μετάβασις]] ἀθρόα γίνεται, συμβαίνει ἐν τῷ ἅμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 3· ἀντιθ. τῷ ἐκ προσαγωγῆς, ὁ αὐτ. 12: κατήριπεν ἀθρ., ἔπεσεν ἐν τῷ ἅμα, Θεόκρ. 13. 49: πρβλ. 25. 252: ἀθρόαι [[πέντε]] νύκτες, [[πέντε]] ὁλόκληροι νύκτες, Πινδ. Π. 4, 231· [[κατάστασις]] ἀθρόα καὶ αἰσθητή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 1· [[κάθαρσις]] ἀ., ἀντιθ. τῷ κατ’ ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 2, 2· καταπιεῖν ἄθρους τεμαχίτας, διὰ μιᾶς καταπόσεως, Εὔβολ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις», 1· πρβλ. Πλουτ. 2. 650Β. κτλ.· ἀθρόον ἐκκαγχάζειν, ἀνακαγχάζειν διὰ μιᾶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6· πρβλ. Ἱππ. 1281. ΙΙΙ. πολυπληθὴς ἢ [[συνεχής]], [[ἀδιάλειπτος]], ἀθρ. [[κακότης]], Πινδ. Π. 2. 65· δάκρυ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 489· [[λόγος]], Πλάτ. Πολ. 344D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, κτλ.· ΙV. Ἐπίρρ. ἀθρόον, ἐν τῷ ἅμα, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ: ― [[ὡσαύτως]] καὶ κανονικῶς ἐσχηματ. ἐπίρρ. ἀθρόως, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 11, κτλ.· ἀ. λέγειν, ὁμιλεῖν γενικῶς, Ρητ. V. συγρ. ἁθροώτερος, Θουκ. 6. 34, κτλ.· μεταγεν. ἁθρούστερος, Πλουτ. Καῖσ. 20, Ἀθήν. 79Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 143.
|lstext='''ἀθρόος''': -α, -ον, (καὶ ος, ον, Δημοσθ. 412, 14. Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 14, 22, κτλ.), [[κάλλιον]] ἁθρόος, ὡς ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραφεν αὐτὸ (Σχόλ. Ἐνετ. Ἰλ. Ξ. 38), Ἀττ. ἄθρους, ουν, ποιητ. δοτ. πληθ. ἁθροῖσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 26: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ἡ ψιλὴ ἐπεκράτησε: (α ἀθροιστ. καὶ [[θρόος]]). [[Κατὰ]] σωροὺς ἢ [[πλῆθος]], συμπεπυκνωμένος ἐπὶ τὸ αὐτό, συχν. παρ’ Ὁμ. ἀλλὰ μόνον κατὰ πληθ. ὡς Ἰλ. Β. 439· πάντες ἁθρόοι, Ὀδ. Γ. 34, κτλ.· τὸ ἑνικὸν πρῶτον ἐν Πινδ. Π. 2. 65: ἁθρόοι, ἐπὶ στρατιωτῶν: συμπεπυκνωμένοι, Λατ. conferto agmine, Ἡρόδ. 6. 112, Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 13, κτλ.· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀσύντακτοι, ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 46 = κατὰ φάλαγγα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 36· οὕτω καὶ πολλαὶ κῶμαι ἀθρ. = πυκναὶ ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 9. ΙΙ. ὅλα [[ὁμοῦ]] ἐν σώματι· ἀθρόα πάντ’ ἀπέτισεν, ἐπλήρωσε διὰ πάντα [[ἐφάπαξ]], Ὀδ. Α. 43· ἀθρόα [[πόλις]], οἱ πολῖται ὡς ὅλον, ἀντίθετον τῷ [[ἕκαστος]], Θουκ. 2. 60· [[οὕτως]] ἀθρ. [[δύναμις]], ὁ αὐτ. 2. 39· πρβλ. 1. 141· ἀθρ. ἦν αὐτῷ τὸ [[στράτευμα]], ἦτο συνηγμένον, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· τὸ ἀθρόον, ἡ συνηγμένη αὐτῶν [[δύναμις]], [[αὐτόθι]] 4. 2, 20· πρβλ. Ἀν. 5. 2, 1· ἀθρόῳ στόματι, μιᾷ φωνῇ, Εὐρ. Βάκχ. 725· ἁθρόους κρίνειν, [[καταδικάζω]] πάντας [[ὁμοῦ]] διὰ μιᾶς ψήφου, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· πολλοὺς ἁθρόους ὑμῶν, Δημ. 558. 1· ἄθρους ὤφθη, ὤφθη μετὰ πάντων τῶν στρατευμάτων του, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τοῦ αὐτ. Σύλλ. 12· ἁθρόον λεγόμενον, ἐν χρήσει ἐπὶ περιληπτικῆς ἢ καθολικῆς ἐννοίας, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ [[μέρος]], Πλάτ. Θεαίτ. 182Α· ἡ [[μετάβασις]] ἀθρόα γίνεται, συμβαίνει ἐν τῷ ἅμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 3· ἀντιθ. τῷ ἐκ προσαγωγῆς, ὁ αὐτ. 12: κατήριπεν ἀθρ., ἔπεσεν ἐν τῷ ἅμα, Θεόκρ. 13. 49: πρβλ. 25. 252: ἀθρόαι [[πέντε]] νύκτες, [[πέντε]] ὁλόκληροι νύκτες, Πινδ. Π. 4, 231· [[κατάστασις]] ἀθρόα καὶ αἰσθητή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 1· [[κάθαρσις]] ἀ., ἀντιθ. τῷ κατ’ ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 2, 2· καταπιεῖν ἄθρους τεμαχίτας, διὰ μιᾶς καταπόσεως, Εὔβολ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις», 1· πρβλ. Πλουτ. 2. 650Β. κτλ.· ἀθρόον ἐκκαγχάζειν, ἀνακαγχάζειν διὰ μιᾶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6· πρβλ. Ἱππ. 1281. ΙΙΙ. πολυπληθὴς ἢ [[συνεχής]], [[ἀδιάλειπτος]], ἀθρ. [[κακότης]], Πινδ. Π. 2. 65· δάκρυ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 489· [[λόγος]], Πλάτ. Πολ. 344D, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 20, κτλ.· ΙV. Ἐπίρρ. ἀθρόον, ἐν τῷ ἅμα, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ: ― [[ὡσαύτως]] καὶ κανονικῶς ἐσχηματ. ἐπίρρ. ἀθρόως, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 11, κτλ.· ἀ. λέγειν, ὁμιλεῖν γενικῶς, Ρητ. V. συγρ. ἁθροώτερος, Θουκ. 6. 34, κτλ.· μεταγεν. ἁθρούστερος, Πλουτ. Καῖσ. 20, Ἀθήν. 79Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 143.
}}
}}
{{bailly
{{bailly