Anonymous

ὄμμα: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄμμα''': τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· [[ὕπνον]] ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· [[οὕτως]], ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]]· - [[ὡσαύτως]], ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν [[προσεῖδον]] εἰς Ἅιδου μολών, [[διότι]] δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου [[κάτω]] εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 [[οὕτως]], ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον [[ὄμμα]] δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς [[ὥσπερ]] ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· [[ὄμμα]] [[προσέχω]], δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν [[ὄμμα]], νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ [[ὄμμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], κατὰ [[πρόσωπον]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ [[ὄμμα]] στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, [[αὐτόθι]] 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νύκτωρ]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ [[ὄμμα]], κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος [[ἰδεῖν]], [[ἰδεῖν]] διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· [[πεύθομαι]] δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ [[ὄμμα]], εἰ δ’ ἦν παρ’ [[ὄμμα]] [[θάνατος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, [[θέαμα]], ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]] Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες [[ὄμμα]] Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ [[ἥλιος]], [[ὄμμα]] αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - [[οὕτως]], [[ὄμμα]] νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, [[ὅταν]] δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς [[ὄμμα]] τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, [[βλέφαρον]] ΙΙ. ΙV. [[καθόλου]], φῶς· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ.· [[ὄμμα]] ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· [[ὄμμα]] δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, [[φάος]] ΙΙ. V. ὡς [[περίφρασις]] δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ [[κάρα]], [[ὄμμα]] πελείας, ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]], Σοφ. Αἴ. 140· [[ὄμμα]] νύμφας, ἀντὶ [[νύμφα]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον [[ὄμμα]], ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον [[ὄμμα]] Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. [[ὄνομα]] IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[ὄμμα]] ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490.
|lstext='''ὄμμα''': τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· [[ὕπνον]] ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· [[οὕτως]], ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]]· - [[ὡσαύτως]], ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν [[προσεῖδον]] εἰς Ἅιδου μολών, [[διότι]] δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου [[κάτω]] εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 [[οὕτως]], ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον [[ὄμμα]] δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς [[ὥσπερ]] ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· [[ὄμμα]] [[προσέχω]], δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν [[ὄμμα]], νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ [[ὄμμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], κατὰ [[πρόσωπον]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ [[ὄμμα]] στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, [[αὐτόθι]] 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νύκτωρ]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ [[ὄμμα]], κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος [[ἰδεῖν]], [[ἰδεῖν]] διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· [[πεύθομαι]] δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ [[ὄμμα]], εἰ δ’ ἦν παρ’ [[ὄμμα]] [[θάνατος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, [[θέαμα]], ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]] Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες [[ὄμμα]] Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ [[ἥλιος]], [[ὄμμα]] αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - [[οὕτως]], [[ὄμμα]] νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, [[ὅταν]] δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς [[ὄμμα]] τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, [[βλέφαρον]] ΙΙ. ΙV. [[καθόλου]], φῶς· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ.· [[ὄμμα]] ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· [[ὄμμα]] δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, [[φάος]] ΙΙ. V. ὡς [[περίφρασις]] δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ [[κάρα]], [[ὄμμα]] πελείας, ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]], Σοφ. Αἴ. 140· [[ὄμμα]] νύμφας, ἀντὶ [[νύμφα]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον [[ὄμμα]], ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον [[ὄμμα]] Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. [[ὄνομα]] IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[ὄμμα]] ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490.
}}
}}
{{bailly
{{bailly