Anonymous

μήποτε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήποτε''': ἢ μή ποτε. Ι. ὡς ἐπίρρ.: [[οὐδέποτε]], κατ’ οὐδένα τρόπον, [[μηδαμῶς]], ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, μετὰ τὰ ὡς, εἰ, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 203, Εὐμ. 882, Χο. 182, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 977, Ἱκέτ. 617· ἰδίως ἐπὶ ὅρκων, [[ὀμοῦμαι]], [[μήποτε]] τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, 275· ἐπεκέκλετ’ Ἐρινῦς, [[μήποτε]]... ἐφέσσεσθαι [[αὐτόθι]] 455· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλαγίου λόγου, ὅτε ἄλλου λόγοι ἀναφέρονται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 86· πρβλ. [[οὐδέποτε]]. 2) ἐπὶ ἀπαγορεύσεως ἢ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, μετ’ ἀορ. ὑποτ., [[μήποτε]] καὶ σύ... ὀλέσσῃς Ὀδ. Τ. 81, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ προστ., Λ. 441. 3) παρὰ μεταγενεστ., = [[ἴσως]], ὡς τὸ Λατ. nescio an, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 3, καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Γραμμ.· ἴδε Buttm. Exc. vii ad Dem. Mid., σ. 135. ΙΙ. ὡς σύνδ., [[μήπως]], Λατ. ne quando, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν..., μή ποτέ τις εἴπῃσι Ὀδ. Φ. 324, κ. ἀλλ.
|lstext='''μήποτε''': ἢ μή ποτε. Ι. ὡς ἐπίρρ.: [[οὐδέποτε]], κατ’ οὐδένα τρόπον, [[μηδαμῶς]], ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, μετὰ τὰ ὡς, εἰ, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 203, Εὐμ. 882, Χο. 182, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 977, Ἱκέτ. 617· ἰδίως ἐπὶ ὅρκων, [[ὀμοῦμαι]], [[μήποτε]] τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, 275· ἐπεκέκλετ’ Ἐρινῦς, [[μήποτε]]... ἐφέσσεσθαι [[αὐτόθι]] 455· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλαγίου λόγου, ὅτε ἄλλου λόγοι ἀναφέρονται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 86· πρβλ. [[οὐδέποτε]]. 2) ἐπὶ ἀπαγορεύσεως ἢ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, μετ’ ἀορ. ὑποτ., [[μήποτε]] καὶ σύ... ὀλέσσῃς Ὀδ. Τ. 81, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ προστ., Λ. 441. 3) παρὰ μεταγενεστ., = [[ἴσως]], ὡς τὸ Λατ. nescio an, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 3, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Γραμμ.· ἴδε Buttm. Exc. vii ad Dem. Mid., σ. 135. ΙΙ. ὡς σύνδ., [[μήπως]], Λατ. ne quando, αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν..., μή ποτέ τις εἴπῃσι Ὀδ. Φ. 324, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly