3,260,929
edits
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄθλιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 1038, κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀέθλιος]], ([[ἄεθλον]], [[ἆθλον]]) = ὁ τό [[ἆθλον]] φερόμενος, κερδαίνων ἢ ἀγωνιζόμενος περὶ [[αὐτοῦ]], (αὕτη ἡ σημ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ [[ἀέθλιος]], ὅ ἴδε). ΙΙ. μεταφορ. ταλαιπωρούμενος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]]. (Ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ [[ἄθλιος]])· ἐπὶ προσώπων | |lstext='''ἄθλιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 1038, κτλ.· Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀέθλιος]], ([[ἄεθλον]], [[ἆθλον]]) = ὁ τό [[ἆθλον]] φερόμενος, κερδαίνων ἢ ἀγωνιζόμενος περὶ [[αὐτοῦ]], (αὕτη ἡ σημ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ [[ἀέθλιος]], ὅ ἴδε). ΙΙ. μεταφορ. ταλαιπωρούμενος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]]. (Ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ [[ἄθλιος]])· ἐπὶ προσώπων συχν. ἀπὸ τοῦ Αἰσχύλου καὶ [[ἐφεξῆς]]: ― συγκρ. -ιώτερος, Σοφ. Ο. Τ. 815, 1204: ― Ὑπερθ. -ιώτατος, Εὐρ. Φοίν. 1679: ― [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ βιοτικῶν πραγμάτων: ― ἄθλ. γάμοι, Αἰσχύλ. Θ. 779, Εὐρ.: [[βίος]], [[τύχη]], Εὐρ. Ἡρακλ. 878, Ἑκ. 425: ― [[ὡσαύτως]] περὶ τοῦ προξενοῦντος δυστυχίαν, τοῦ αἰτίου τῆς ἐλεεινῆς καταστάσεως, ἆρ’ ἄθλιον τοὔνειδος, Σοφ. Ο. Κ. 753, πρβλ. Ἠλ. 1440· [[πρόσοψις]], Εὐρ. Ὀρ. 952. ― Ἐπίρρ. τὸν ἀθλίως θανόντα, Σοφ. Ἀντ. 26. πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 707. κτλ. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἄξιος]] οἴκτου, [[δυστυχής]], Δημ. 142. 18· τίς [[οὕτως]] [[ἄθλιος]] [[ὥστε]]…; = τίς [[εἶναι]] τόσον [[ἐλεεινός]], [[ὥστε]]…; ὁ αὐτ. 536. 7, καὶ γὰρ ἂν [[ἄθλιος]] ἦν, εἰ... 576. 18. 3) [[ἄνευ]] ἠθικῆς τινος σημασίας, [[ἄθλιος]], [[φαῦλος]], [[ἐλεεινός]], θηρσὶν ἀθλίαν βοράν, Εὐρ. Φοίν. 1603· ἄθλ. [[ζωγράφος]], Πλούτ. 2. 6F: ― Ἐπίρρ. [[ἀθλίως]] καὶ κακῶς, = κακὰ καὶ ἄθλια, Δημ. 276. 2· ζῆν ἀθλίως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 109. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |