3,273,446
edits
m (Text replacement - " ciu. " to " ciudad ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emporion | |Transliteration C=emporion | ||
|Beta Code=e)mpo/rion | |Beta Code=e)mpo/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[emporium]], [[trading station]], [[mart]], [[factory]], Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.; προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178; ἐμπόριον [[παρέχειν]], of [[Corinth]], Th.1.13.<br><span class="bld">b</span> [[market centre]] for a [[district]] which had no [[πόλις]], SIG880.22 (Macedonia, iii A. D.).<br><span class="bld">2</span> τὸ [[ἐμπόριον]], at [[Athens]], the [[exchange|Exchange]], where the [[merchant]]s [[resort]]ed, [[δανείσασθαι]] Χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῶ D.35.1, cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές = [[foreign]] [[merchant]]s, Diph.17.3, cf. 43.9.<br><span class="bld">II</span> [[ἐμπόρια]], τά, [[merchandise]], X. Vect.1.7. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπόριον''': τό, Λατ. emporium, [[τόπος]] ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς [[ἔνθα]] προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς [[ἐμπορικός]], [[ἀγορά]], [[ἀποθήκη]] ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ [[ἐμπόριον]] παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) [[κέντρον]] ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, [[εἶδος]] χρηματιστηρίου [[ἔνθα]] συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ [[οἷον]] τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. [[ἐμπορία]] ΙΙ). | |lstext='''ἐμπόριον''': τό, Λατ. [[emporium]], [[τόπος]] ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς [[ἔνθα]] προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς [[ἐμπορικός]], [[ἀγορά]], [[ἀποθήκη]] ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ [[ἐμπόριον]] παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) [[κέντρον]] ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, [[εἶδος]] χρηματιστηρίου [[ἔνθα]] συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ [[οἷον]] τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. [[ἐμπορία]] ΙΙ). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[emporio]], [[factoría]], [[mercado]], [[enclave comercial]]<br /><b class="num">a)</b> gener. en la costa, Hdt.4.152, Ar.<i>Au</i>.1523, Arist.<i>Oec</i>.1348<sup>b</sup>21, en Tracia τὰ ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θρᾴκῃ ἐμπόρια Th.1.100, cf. Scyl.<i>Per</i>.67, en Samotracia ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια [[Δρῦς]], Ζώνη Scyl.<i>Per</i>.67, en Creta, Str.10.4.11, τὸ τῶν Ἀρωμάτων ἐ. en el Mar Rojo <i>Peripl.M.Rubri</i> 12, ἐ. νόμιμον puerto comercial sujeto a legislación restrictiva</i>, e.d., donde la compraventa no es libre <i>Peripl.M.Rubri</i> 4, 21, en Bitinia οἱ κατοικοῦντες τὸ ἐ. <i>IPrusias</i> 29.10 (III d.C.), cf. <i>SEG</i> 37.1072.2 (Nicomedia IV/V d.C.), <i>IApameia</i> 126.9 (VI d.C.), <i>IKyzikos</i> 1.581 (imper.), convertido con el tiempo en πόλις, de Bizancio τὴν πόλιν ἐπ' ἐμπορίου κειμένην Theopomp.Hist.62;<br /><b class="num">b)</b> en el interior τὰ κατὰ τὴν [[ἄλλην]] χώραν ἐμπόρια en Egipto, D.S.1.67, cf. <i>SEG</i> 43.486.22, 24 (Tracia IV a.C.), cf. St.Byz.s.u. Πίστιρος, <i>IGBulg</i>.3.1690e.31 (III d.C.), en Sicilia τὰ μεσόγεια ἐμπόρια D.H.7.20.<br /><b class="num">2</b> [[mercado portuario]], [[barrio comercial]] zona delimitada del puerto donde se concentran las actividades comerciales ἐμπορίο καὶ hοδō ὅρος <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.1101 (V a.C.), ἔξω τῶν σημείων τοῦ ... ἐμπορίου D.35.28, dif. de λιμήν ‘puerto’ τὰ δὲ περὶ τοὺς λιμένας μέρη [[δεῖγμα]], χῶμα, ἐ. καὶ ... [[ἐξαίρεσις]] Hyp.<i>Fr</i>.186, cf. 70, X.<i>HG</i> 5.2.16.<br /><b class="num">3</b> p. ext. [[puerto comercial de una πόλις pero dif. de ella]] εἶναι ... ἀσυλίαν τοῖς ἀφικνουμένοις Σινωπέων εἰς τὴν πόλιν ἢ εἰς τὸ ἐ. <i>IG</i> 12(9).1186.29 (Histiea III a.C.), τὸ Ἀθηναίων ἐ. del Pireo, D.34.4, τὸ σιτικὸν ἐ. Arist.<i>Ath</i>.51.4, πότερ' Ἀττικοὶ ἅπαντες ἢ κἀκ τοὐμπορίου | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[emporio]], [[factoría]], [[mercado]], [[enclave comercial]]<br /><b class="num">a)</b> gener. en la costa, Hdt.4.152, Ar.<i>Au</i>.1523, Arist.<i>Oec</i>.1348<sup>b</sup>21, en Tracia τὰ ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θρᾴκῃ ἐμπόρια Th.1.100, cf. Scyl.<i>Per</i>.67, en Samotracia ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια [[Δρῦς]], Ζώνη Scyl.<i>Per</i>.67, en Creta, Str.10.4.11, τὸ τῶν Ἀρωμάτων ἐ. en el Mar Rojo <i>Peripl.M.Rubri</i> 12, ἐ. νόμιμον puerto comercial sujeto a legislación restrictiva</i>, e.d., donde la compraventa no es libre <i>Peripl.M.Rubri</i> 4, 21, en Bitinia οἱ κατοικοῦντες τὸ ἐ. <i>IPrusias</i> 29.10 (III d.C.), cf. <i>SEG</i> 37.1072.2 (Nicomedia IV/V d.C.), <i>IApameia</i> 126.9 (VI d.C.), <i>IKyzikos</i> 1.581 (imper.), convertido con el tiempo en πόλις, de Bizancio τὴν πόλιν ἐπ' ἐμπορίου κειμένην Theopomp.Hist.62;<br /><b class="num">b)</b> en el interior τὰ κατὰ τὴν [[ἄλλην]] χώραν ἐμπόρια en Egipto, D.S.1.67, cf. <i>SEG</i> 43.486.22, 24 (Tracia IV a.C.), cf. St.Byz.s.u. Πίστιρος, <i>IGBulg</i>.3.1690e.31 (III d.C.), en Sicilia τὰ μεσόγεια ἐμπόρια D.H.7.20.<br /><b class="num">2</b> [[mercado portuario]], [[barrio comercial]] zona delimitada del puerto donde se concentran las actividades comerciales ἐμπορίο καὶ hοδō ὅρος <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.1101 (V a.C.), ἔξω τῶν σημείων τοῦ ... ἐμπορίου D.35.28, dif. de λιμήν ‘puerto’ τὰ δὲ περὶ τοὺς λιμένας μέρη [[δεῖγμα]], χῶμα, ἐ. καὶ ... [[ἐξαίρεσις]] Hyp.<i>Fr</i>.186, cf. 70, X.<i>HG</i> 5.2.16.<br /><b class="num">3</b> p. ext. [[puerto comercial de una πόλις pero dif. de ella]] εἶναι ... ἀσυλίαν τοῖς ἀφικνουμένοις Σινωπέων εἰς τὴν πόλιν ἢ εἰς τὸ ἐ. <i>IG</i> 12(9).1186.29 (Histiea III a.C.), τὸ Ἀθηναίων ἐ. del Pireo, D.34.4, τὸ σιτικὸν ἐ. Arist.<i>Ath</i>.51.4, πότερ' Ἀττικοὶ ἅπαντες ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; Diph.17.3, cf. 42.9, en Delos οἱ ἔμποροι καὶ ναύκληροι οἱ καταπλέοντες εἰς τὸ ἐ. <i>ID</i> 1657.5 (I a.C.), μὴ ὀκνήσῃς διελθὼν εἰς ἐ. καὶ ἀγοράσας en Alejandría <i>PCair.Zen</i>.25.9, cf. <i>PSI</i> 413.5 (ambos III a.C.), τὸ ξενικὸν ἐ. donde se almacenaban las mercancías extranjeras en espera de pasar por la aduana <i>COrd.Ptol</i>.53.33 (II a.C.), en Asia Menor τὸ φορτήγιον τοῦ ἐμπορίου <i>IAlex.Troas</i> 151 (III d.C.), cf. <i>ISmyrna</i> 713 (III d.C.), τὸ Σικελικὸν ἐ. el mercado siciliano</i> e.d. los puertos de Sicilia</i> Scymn.493, cf. Str.6.2.1, en Tanais <i>CIRB</i> 1237, 1242 (ambas II d.C.)<br /><b class="num">•</b>administrado por magistrados que inspeccionan las actividades comerciales: en Atenas ἐμπορίου ἐπιμεληταί Arist.<i>Ath</i>.51.4, cf. Din.2.10, <i>SEG</i> 26.72.22 (Atenas IV a.C.), en Delos bajo control aten. ἐμπορίου ἐπιμελητής <i>SEG</i> 32.218.176 (II/I a.C.), cf. <i>ID</i> 1710.5 (I a.C.), en Mileto κατὰ τὸν νόμον τῶν τοῦ ἐμπορίου ἐπιμελητῶν <i>Milet</i> 1(3).140.63 (III a.C.), en Rodas <i>NSRC</i> 20.9 (I a.C.) en <i>Ath.Mitt</i>.51.1926.4, en Náucratis προστάται τοῦ ἐμπορίου Hdt.2.178, en Alejandría πρὸς τῇ ἐπιστατείᾳ τοῦ ξενικοῦ ἐμπορίου <i>IAlex.Ptol</i>.58.5 (II a.C.).<br /><b class="num">4</b> p. ext. [[emporio]], [[mercado]], [[ciudad o centro comercial]]<br /><b class="num">a)</b> de antiguas colonias comerciales convertidas en ciudad τὰ Ποντικὰ ἐμπόρια Hdt.4.24, cf. Str.11.2.10, Ὀλβία ... μέγα ἐ., κτίσμα Μιλησίων Str.7.3.17, cf. 7.4.5;<br /><b class="num">b)</b> de [[ciudad]] c. una importante vocación comercial: Tiro ἔσται ἐ. πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς οἰκουμένης LXX <i>Is</i>.23.17, Éfeso ἐ. οὖσα μέγιστον τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν Str.14.1.24, Alejandría μέγιστον ἐ. τῆς οἰκουμένης Str.17.1.13.<br /><b class="num">5</b> [[lonja]] o [[casa de contratación]] οἶκος ἐμπορίου dicho por Jesucristo del Templo de Jerusalén al expulsar a los comerciantes <i>Eu.Io</i>.2.16<br /><b class="num">•</b>[[almacén de venta al por mayor de productos de importación]] ἐ. ἀγορασμῶν [με] στὸν ἐξ Ἀκ[ου] ιτανίης <i>IGF</i> 141.8 (Lugdunum II/III d.C.)<br /><b class="num">•</b>prob. [[tienda de venta al por menor]] <i>IG</i> 3(3).75a.11 (IV a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |