Anonymous

κονιορτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ"
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κονιορτός]])<br />[[σκόνη]], [[σύννεφο]] σκόνης, [[κουρνιαχτός]] («[[ὥσπερ]] ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μετεωρ.-γεωλ.) το [[σύνολο]] τών τεμαχιδίων της σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα [[κυρίως]] στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] πολύ λεπτών σωματιδίων που αποσπώνται από διάφορα υλικά και που όταν εισπνέονται ή επικάθηνται στο [[δέρμα]] προκαλούν διάφορες νόσους<br /><b>μσν.</b><br />[[ρίνισμα]], [[τρίμμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τέφρα]], [[στάχτη]] («τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰσελθὼν κατενέπρησε,... [[πάντα]] κονιορτὸν ἀπετέλεσε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από ακάθαρτα πράγματα, σκουπίδια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]] («τὸν μιαρὸν καὶ [[λίαν]] εύχερῆ, τὸν κονιορτὸν Εὐκτήμονα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[γύρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> [[ορτός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ορ</i>- του [[ὄρνυμι]] «[[εγείρω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>)].
|mltxt=ο (ΑM [[κονιορτός]])<br />[[σκόνη]], [[σύννεφο]] σκόνης, [[κουρνιαχτός]] («[[ὥσπερ]] ὑπὸ πνεύματος πολλοῦ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μετεωρ.-γεωλ.) το [[σύνολο]] τών τεμαχιδίων της σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα [[κυρίως]] στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] πολύ λεπτών σωματιδίων που αποσπώνται από διάφορα υλικά και που όταν εισπνέονται ή επικάθηνται στο [[δέρμα]] προκαλούν διάφορες νόσους<br /><b>μσν.</b><br />[[ρίνισμα]], [[τρίμμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τέφρα]], [[στάχτη]] («τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰσελθὼν κατενέπρησε,... [[πάντα]] κονιορτὸν ἀπετέλεσε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωρός]] από ακάθαρτα πράγματα, σκουπίδια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]] («τὸν μιαρὸν καὶ [[λίαν]] εύχερῆ, τὸν κονιορτὸν Εὐκτήμονα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[γύρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> [[ορτός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ορ</i>- του [[ὄρνυμι]] «[[εγείρω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm