3,273,773
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔᾰρ''': ἔᾰρος, τό, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· παρ’ Ἀλκμ. 13 καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπ. ποιηταῖς, [[οἷον]] Θεοκρ. καὶ Νικ., [[εἶαρ]], εἴᾰρος (ἀλλ’ ὁ Ὄμηρ. ἔχει εἰαρινός)· συνῃρ. ἦρ, ἦρος (πρβλ. κῆρ, κῆρος), πρῶτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 64, Ἀλκαίῳ 45, κτλ., καὶ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (ὁ Ἡσίοδ. ἔχει τὸ ἔαρ ὡς μονοσύλλ. καὶ ἔαρι ὡς τροχαῖον, Ἐργ. κ. Ἡμ. 490, 460)· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὴν γεν. ἔαρος (πρβλ. ἦρι ἐπίρρ.). (Παλαιόθεν εἶχε τὸ [[δίγαμμα]] Fέαρ, πρβλ Λατ. ver, Παλαιο-Σκανδιν. var· Fεαρινός, Λατ. vernus· ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο Fέσαρ, πρβλ. Σανσκρ. vas-antas ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν φαίνεται [[ἀρχαῖος]] [[τύπος]]), Σλαβ. ves-na (ver, ἔαρ), Λιθ. vas-ara ([[θέρος]]).) Ἔαρ, [[ἄνοιξις]], ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη Ἰλ. Ζ. 148· ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, ἀρχομένου τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ἔαρι πολεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· ἅμα τῷ ἔαρι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. Θουκ. 4. 117., 6. 8· πρὸς ἔαρ ὁ αὐτ. 5. 56, κτλ.· πρὸς τὸ ἔαρ [[αὐτόθι]] 17· περὶ τὸ ἔαρ ὁ αὐτ. 3. 116· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Σοφ. Ο.Τ. 1137 παροιμ. μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Κρατῖν. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. Meineke 5. σ. 16· παροιμ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς ἀνθηροῦ ἢ ἀκμάζοντος, ἔφηβοι … ἔαρ τοῦ δήμου Δημάδ. παρ’ Ἀθην. 99D, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 162, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 34· ἔαρ θ’ ὁρόωσα Νύχεια, καὶ ἡ φαιδρὰ ὡς τὸ ἔαρ Νύχεια, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. ἡ «ἱλαρὸν καὶ ἡδὺ βλέπουσα», Θεόκρ. 13. 45· γενύων ἔαρ, ὁ πρῶτος χνοῦς τῶν γενείων ἐπὶ τῶν σιαγόνων νεανίου, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὕμνων ἔαρ, οἱ νεώτατοι καὶ λαμπρότατοι τῶν ὕμνων, [[αὐτόθι]] 7. 12· χαρίτων ἔαρ Συλλ. Ἐπιγρ. 511. | |lstext='''ἔᾰρ''': ἔᾰρος, τό, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· παρ’ Ἀλκμ. 13 καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπ. ποιηταῖς, [[οἷον]] Θεοκρ. καὶ Νικ., [[εἶαρ]], εἴᾰρος (ἀλλ’ ὁ Ὄμηρ. ἔχει εἰαρινός)· συνῃρ. ἦρ, ἦρος (πρβλ. κῆρ, κῆρος), πρῶτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 64, Ἀλκαίῳ 45, κτλ., καὶ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (ὁ Ἡσίοδ. ἔχει τὸ ἔαρ ὡς μονοσύλλ. καὶ ἔαρι ὡς τροχαῖον, Ἐργ. κ. Ἡμ. 490, 460)· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὴν γεν. ἔαρος (πρβλ. ἦρι ἐπίρρ.). (Παλαιόθεν εἶχε τὸ [[δίγαμμα]] Fέαρ, πρβλ Λατ. ver, Παλαιο-Σκανδιν. var· Fεαρινός, Λατ. vernus· ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο Fέσαρ, πρβλ. Σανσκρ. vas-antas ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν φαίνεται [[ἀρχαῖος]] [[τύπος]]), Σλαβ. ves-na (ver, ἔαρ), Λιθ. vas-ara ([[θέρος]]).) Ἔαρ, [[ἄνοιξις]], ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη Ἰλ. Ζ. 148· ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, ἀρχομένου τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ἔαρι πολεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· ἅμα τῷ ἔαρι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. Θουκ. 4. 117., 6. 8· πρὸς ἔαρ ὁ αὐτ. 5. 56, κτλ.· πρὸς τὸ ἔαρ [[αὐτόθι]] 17· περὶ τὸ ἔαρ ὁ αὐτ. 3. 116· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Σοφ. Ο.Τ. 1137 παροιμ. [[μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ]] Κρατῖν. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. Meineke 5. σ. 16· παροιμ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς ἀνθηροῦ ἢ ἀκμάζοντος, ἔφηβοι … ἔαρ τοῦ δήμου Δημάδ. παρ’ Ἀθην. 99D, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 162, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 34· ἔαρ θ’ ὁρόωσα Νύχεια, καὶ ἡ φαιδρὰ ὡς τὸ ἔαρ Νύχεια, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. ἡ «ἱλαρὸν καὶ ἡδὺ βλέπουσα», Θεόκρ. 13. 45· γενύων ἔαρ, ὁ πρῶτος χνοῦς τῶν γενείων ἐπὶ τῶν σιαγόνων νεανίου, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὕμνων ἔαρ, οἱ νεώτατοι καὶ λαμπρότατοι τῶν ὕμνων, [[αὐτόθι]] 7. 12· χαρίτων ἔαρ Συλλ. Ἐπιγρ. 511. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἔᾰρ) ἔαρος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[εἶαρ]] Call.<i>Fr</i>.523, Euph.67.3, Nic.<i>Al</i>.314, Hsch.; ἦαρ Hsch.; ἶαρ Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[sangre]] κονίστραι ... λύθρῳ τε καὶ εἴαρι πεπλήθασι Call.<i>Fr</i>.328, Αἰακίδαο εἴαρος Euph.l.c., τὸ δ' ἐκ μέλαν [[εἶαρ]] ἔδαπτεν Call.l.c., cf. Nic.l.c., φόνοιο θερμὸν ἔ. Opp.<i>H</i>.2.618, ἔ.· chipr. [[αἷμα]] Hsch., cf. Sud., Sch.Er.<i>Il</i>.19.87b, <i>EM</i> 294.47G.<br /><b class="num">2</b> [[aceite]] ἐκ λύχνου πῖον ἔλειξαν ἔ. Call.<i>SHell</i>.259.22, [[εἶαρ]] ἐλαίης Nic.<i>Al</i>.87.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tema en *<i>r</i> proc. de un ant. heterócl.; cf. het. <i>ešḫar</i>, <i>eš(ḫa)naš</i>, ai. <i>ásṛg</i>, <i>asnás</i>, toc. A <i>ysār</i>, B <i>yasar</i>, lat. <i>aser</i>, <i>assar</i>-, etc. < *<i>esH1r/n</i>; es dud. si [[εἶαρ]] / ἦαρ proceden de un alarg. métr. o son formas originarias c. voc. larga.<br />(ἔᾰρ) ἔαρος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. Ϝῆρ Alcm.20.3; ἦρ Alc.367, Sapph.136, Stesich.34, Ibyc.5.1, <i>h.Cer</i>.455, Hdt.1.77; ἤαρ <i>h.Cer</i>.174, Aret.<i>CA</i> 2.3.15; [[εἶαρ]] Hes.<i>Fr</i>.70.13, Antig.<i>SHell</i>.47, Numen.Her.<i>SHell</i>.582, Ter.Maur.653, Nonn.<i>D</i>.42.293; [[γέαρ]]. Hsch.; [[γίαρ]] Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ἔα- medido c. sinicesis, Hes.<i>Op</i>.462, 492]<br /><b class="num">1</b> [[primavera]]<br /><b class="num">a)</b> en una división del año en dos periodos («θέρος» y «χειμών») [[comienzo del verano]], época en que comienzan las campañas militares y se puede navegar [[ἅμα]] δὲ τῷ ἦρι εὐθύς ἀρχομένῳ τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Th.6.94, cf. 8.61, [[ἅμα]] ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Th.4.117, cf. Th.6.8, 8.7, αἱ σπονδαὶ ἐγένοντο τελευτῶντος τοῦ χειμῶνος [[ἅμα]] ἦρι Th.5.20;<br /><b class="num">b)</b> prob. en una división del año en tres estaciones [[primavera]], época en la que florecen los bosques ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη <i>Il</i>.6.148, ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο Alc.367, canta el ruiseñor ἔαρος νέον ἱσταμένοιο cuando acaba de nacer la primavera</i>, <i>Od</i>.19.519<br /><b class="num">•</b>estación idónea para remover la tierra ἔαρι πολεῖν Hes.<i>Op</i>.462, cf. X.<i>Oec</i>.16.12, no ha llegado aún el tiempo de segar, <i>h.Cer</i>.455, comienza tras el orto vespertino de Arturo, Hes.<i>Op</i>.569<br /><b class="num">•</b>otras señales de su comienzo ἔ. γινόμενον πολιόν cuando la primavera se haga esplendorosa</i> Hes.<i>Op</i>.492, cf. 477, ἔαρος πύλαι Alc.296b.3, cf. <i>h.Cer</i>.174<br /><b class="num">•</b>op. «χειμών» y «θέρος»: τὸν ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνον διῆγεν ἐν Βαβυλῶνι ἑπτὰ μῆνας ... τὸν δὲ ἀμφὶ τὸ ἐ. τρεῖς μῆνας ἐν Σούσοις· τὴν δὲ ἀκμὴν τοῦ θέρους δύο μῆνας ἐν Ἐκβατάνοις del rey Ciro, X.<i>Cyr</i>.8.6.22<br /><b class="num">•</b>sobre el momento del año en que empieza Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος [[ἀρχή]]· ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν, ref. al 13 del mes Mechir, i.e. el 7 de febrero, Eudox.<i>Fr</i>.226, ὠνομάσθαι δὲ αὐτὴν (<i>sc</i>. Ἀθηνᾶν) καὶ «Τριτογένειαν» ἀπὸ τοῦ τρὶς μεταβάλλειν αὐτῆς τὴν φύσιν κατ' ἐνιαυτόν, ἔαρος καὶ θέρους καὶ χειμῶνος D.S.1.12.8, cf. Eus.<i>PE</i> 3.3.7;<br /><b class="num">c)</b> en una división del año en cuatro estaciones de parecida duración [[primavera]]: como la última estación θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ Ϝῆρ Alcm.l.c.<br /><b class="num">•</b>la segunda estación τὸν ἐνιαυτὸν ἐς τέσσερα μέρεα [[διαιρέω]] ... χειμῶνα, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον Hp.<i>Vict</i>.3.68, cf. D.L.7.152, Ph.1.11, Ath.Al.<i>Gent</i>.29<br /><b class="num">•</b>la primera estación del año διαιρεῖται ὁ [[ἐνιαύσιος]] χρόνος εἰς μέρη δ̅, [[ἔαρ]] θέρος φθινόπωρον καὶ χειμῶνα Gem.1.9, cf. Call.<i>Cer</i>.122, Ptol.<i>Tetr</i>.1.10.1, <i>Orac.Sib</i>.2.327, <i>Theol.Ar</i>.20, es comparada con la infancia (primera de las cuatro etapas del hombre), Gal.1.522, Theo.Sm.98, Steph.<i>in Gal</i>.1.242, Clem.<i>Paed</i>.1.5.20<br /><b class="num">•</b>la tercera estación θέρη, χειμῶνες καὶ ἔαρος καὶ μετοπώρου τροπαί Ph.1.10<br /><b class="num">•</b>comienza con el equinoccio de primavera ἦρ δὲ ἀπὸ ἰσημερίης μέχρι πληιάδων ἐπιτολῆς Hp.<i>Vict</i>.3.68, cf. Arat.514, Gem.2.17, Ph.2.206<br /><b class="num">•</b>altera ciertos humores corporales, Hp.<i>Aph</i>.3.20, Gal.5.698<br /><b class="num">•</b>sobre su duración ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῦρον ἑκμήνους (ἐμμ- cód.) χρόνους S.<i>OT</i> 1137, ἔ.· ὁ μετὰ χειμῶνα τριμηνιαῖος καιρός Hsch.<br /><b class="num">•</b>gener. πρωὶ ... τοῦ ἦρος Hp.<i>Epid</i>.1.1, cf. X.<i>Cyn</i>.4.11, Arist.<i>HA</i> 543<sup>a</sup>8, Bio <i>Fr</i>.2.1, Opp.<i>H</i>.587, Str.15.1.17, ἄκρου τοῦ ἔαρος <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.352.38 (II a.C.);<br /><b class="num">d)</b> en una división del año en siete estaciones ὧραι δ' ἐνιαύσιοι ἑπτά ... Φυταλιά, Ἔαρ, Θέρος ... Hp.<i>Hebd</i>.4, cf. Gal.17(1).18;<br /><b class="num">e)</b> sin que conste el preciso número de estaciones<br /><b class="num">•</b>la estación en la que comienzan las campañas militares [[ἅμα]] τὸ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου Hdt.8.113, cf. 1.77, 8.109, X.<i>HG</i> 4.8.7, ἐπειδὴ ἔ. ὑπέφαινε, συνήγαγε μὲν ἅπαν τὸ στράτευμα X.<i>HG</i> 3.4.16, 5.4.59<br /><b class="num">•</b>es posible la navegación de altura, εἴαρι ποντοπορήσεις Nonn.<i>D</i>.4.114, cf. X.<i>HG</i> 4.8.7, Hld.5.20.5<br /><b class="num">•</b>la estación en que florecen las plantas ἦρι ... μηλίδες ... θαλέθοισιν en primavera los membrillos florecen</i> Ibyc.l.c., οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη ἔαρος como la estación florida de la primavera hace brotar las hojas</i> Mimn.2.2, cf. Numen.Her.l.c., ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ en la culminación de la primavera</i>, a mediados de la primavera</i> Pi.<i>P</i>.4.64, ἦρος ἐν ὥρᾳ ... ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar.<i>Nu</i>.1008, cf. Theoc.22.43, Aret.l.c., LXX <i>Nu</i>.13.20, Gr.Nyss.<i>Ep</i>.12.1<br /><b class="num">•</b>llega la golondrina a Grecia ἦρος ἄγγελος ... ἀήδων Sapph.l.c., cf. Simon.92.2, Stesich.34, Basil.<i>Ep</i>.20, [[proverb|prov.]] μία χελιδὼν | |dgtxt=(ἔᾰρ) ἔαρος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[εἶαρ]] Call.<i>Fr</i>.523, Euph.67.3, Nic.<i>Al</i>.314, Hsch.; ἦαρ Hsch.; ἶαρ Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[sangre]] κονίστραι ... λύθρῳ τε καὶ εἴαρι πεπλήθασι Call.<i>Fr</i>.328, Αἰακίδαο εἴαρος Euph.l.c., τὸ δ' ἐκ μέλαν [[εἶαρ]] ἔδαπτεν Call.l.c., cf. Nic.l.c., φόνοιο θερμὸν ἔ. Opp.<i>H</i>.2.618, ἔ.· chipr. [[αἷμα]] Hsch., cf. Sud., Sch.Er.<i>Il</i>.19.87b, <i>EM</i> 294.47G.<br /><b class="num">2</b> [[aceite]] ἐκ λύχνου πῖον ἔλειξαν ἔ. Call.<i>SHell</i>.259.22, [[εἶαρ]] ἐλαίης Nic.<i>Al</i>.87.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tema en *<i>r</i> proc. de un ant. heterócl.; cf. het. <i>ešḫar</i>, <i>eš(ḫa)naš</i>, ai. <i>ásṛg</i>, <i>asnás</i>, toc. A <i>ysār</i>, B <i>yasar</i>, lat. <i>aser</i>, <i>assar</i>-, etc. < *<i>esH1r/n</i>; es dud. si [[εἶαρ]] / ἦαρ proceden de un alarg. métr. o son formas originarias c. voc. larga.<br />(ἔᾰρ) ἔαρος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. Ϝῆρ Alcm.20.3; ἦρ Alc.367, Sapph.136, Stesich.34, Ibyc.5.1, <i>h.Cer</i>.455, Hdt.1.77; ἤαρ <i>h.Cer</i>.174, Aret.<i>CA</i> 2.3.15; [[εἶαρ]] Hes.<i>Fr</i>.70.13, Antig.<i>SHell</i>.47, Numen.Her.<i>SHell</i>.582, Ter.Maur.653, Nonn.<i>D</i>.42.293; [[γέαρ]]. Hsch.; [[γίαρ]] Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ἔα- medido c. sinicesis, Hes.<i>Op</i>.462, 492]<br /><b class="num">1</b> [[primavera]]<br /><b class="num">a)</b> en una división del año en dos periodos («θέρος» y «χειμών») [[comienzo del verano]], época en que comienzan las campañas militares y se puede navegar [[ἅμα]] δὲ τῷ ἦρι εὐθύς ἀρχομένῳ τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Th.6.94, cf. 8.61, [[ἅμα]] ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Th.4.117, cf. Th.6.8, 8.7, αἱ σπονδαὶ ἐγένοντο τελευτῶντος τοῦ χειμῶνος [[ἅμα]] ἦρι Th.5.20;<br /><b class="num">b)</b> prob. en una división del año en tres estaciones [[primavera]], época en la que florecen los bosques ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη <i>Il</i>.6.148, ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο Alc.367, canta el ruiseñor ἔαρος νέον ἱσταμένοιο cuando acaba de nacer la primavera</i>, <i>Od</i>.19.519<br /><b class="num">•</b>estación idónea para remover la tierra ἔαρι πολεῖν Hes.<i>Op</i>.462, cf. X.<i>Oec</i>.16.12, no ha llegado aún el tiempo de segar, <i>h.Cer</i>.455, comienza tras el orto vespertino de Arturo, Hes.<i>Op</i>.569<br /><b class="num">•</b>otras señales de su comienzo ἔ. γινόμενον πολιόν cuando la primavera se haga esplendorosa</i> Hes.<i>Op</i>.492, cf. 477, ἔαρος πύλαι Alc.296b.3, cf. <i>h.Cer</i>.174<br /><b class="num">•</b>op. «χειμών» y «θέρος»: τὸν ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνον διῆγεν ἐν Βαβυλῶνι ἑπτὰ μῆνας ... τὸν δὲ ἀμφὶ τὸ ἐ. τρεῖς μῆνας ἐν Σούσοις· τὴν δὲ ἀκμὴν τοῦ θέρους δύο μῆνας ἐν Ἐκβατάνοις del rey Ciro, X.<i>Cyr</i>.8.6.22<br /><b class="num">•</b>sobre el momento del año en que empieza Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος [[ἀρχή]]· ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν, ref. al 13 del mes Mechir, i.e. el 7 de febrero, Eudox.<i>Fr</i>.226, ὠνομάσθαι δὲ αὐτὴν (<i>sc</i>. Ἀθηνᾶν) καὶ «Τριτογένειαν» ἀπὸ τοῦ τρὶς μεταβάλλειν αὐτῆς τὴν φύσιν κατ' ἐνιαυτόν, ἔαρος καὶ θέρους καὶ χειμῶνος D.S.1.12.8, cf. Eus.<i>PE</i> 3.3.7;<br /><b class="num">c)</b> en una división del año en cuatro estaciones de parecida duración [[primavera]]: como la última estación θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ Ϝῆρ Alcm.l.c.<br /><b class="num">•</b>la segunda estación τὸν ἐνιαυτὸν ἐς τέσσερα μέρεα [[διαιρέω]] ... χειμῶνα, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον Hp.<i>Vict</i>.3.68, cf. D.L.7.152, Ph.1.11, Ath.Al.<i>Gent</i>.29<br /><b class="num">•</b>la primera estación del año διαιρεῖται ὁ [[ἐνιαύσιος]] χρόνος εἰς μέρη δ̅, [[ἔαρ]] θέρος φθινόπωρον καὶ χειμῶνα Gem.1.9, cf. Call.<i>Cer</i>.122, Ptol.<i>Tetr</i>.1.10.1, <i>Orac.Sib</i>.2.327, <i>Theol.Ar</i>.20, es comparada con la infancia (primera de las cuatro etapas del hombre), Gal.1.522, Theo.Sm.98, Steph.<i>in Gal</i>.1.242, Clem.<i>Paed</i>.1.5.20<br /><b class="num">•</b>la tercera estación θέρη, χειμῶνες καὶ ἔαρος καὶ μετοπώρου τροπαί Ph.1.10<br /><b class="num">•</b>comienza con el equinoccio de primavera ἦρ δὲ ἀπὸ ἰσημερίης μέχρι πληιάδων ἐπιτολῆς Hp.<i>Vict</i>.3.68, cf. Arat.514, Gem.2.17, Ph.2.206<br /><b class="num">•</b>altera ciertos humores corporales, Hp.<i>Aph</i>.3.20, Gal.5.698<br /><b class="num">•</b>sobre su duración ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῦρον ἑκμήνους (ἐμμ- cód.) χρόνους S.<i>OT</i> 1137, ἔ.· ὁ μετὰ χειμῶνα τριμηνιαῖος καιρός Hsch.<br /><b class="num">•</b>gener. πρωὶ ... τοῦ ἦρος Hp.<i>Epid</i>.1.1, cf. X.<i>Cyn</i>.4.11, Arist.<i>HA</i> 543<sup>a</sup>8, Bio <i>Fr</i>.2.1, Opp.<i>H</i>.587, Str.15.1.17, ἄκρου τοῦ ἔαρος <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.352.38 (II a.C.);<br /><b class="num">d)</b> en una división del año en siete estaciones ὧραι δ' ἐνιαύσιοι ἑπτά ... Φυταλιά, Ἔαρ, Θέρος ... Hp.<i>Hebd</i>.4, cf. Gal.17(1).18;<br /><b class="num">e)</b> sin que conste el preciso número de estaciones<br /><b class="num">•</b>la estación en la que comienzan las campañas militares [[ἅμα]] τὸ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου Hdt.8.113, cf. 1.77, 8.109, X.<i>HG</i> 4.8.7, ἐπειδὴ ἔ. ὑπέφαινε, συνήγαγε μὲν ἅπαν τὸ στράτευμα X.<i>HG</i> 3.4.16, 5.4.59<br /><b class="num">•</b>es posible la navegación de altura, εἴαρι ποντοπορήσεις Nonn.<i>D</i>.4.114, cf. X.<i>HG</i> 4.8.7, Hld.5.20.5<br /><b class="num">•</b>la estación en que florecen las plantas ἦρι ... μηλίδες ... θαλέθοισιν en primavera los membrillos florecen</i> Ibyc.l.c., οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη ἔαρος como la estación florida de la primavera hace brotar las hojas</i> Mimn.2.2, cf. Numen.Her.l.c., ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ en la culminación de la primavera</i>, a mediados de la primavera</i> Pi.<i>P</i>.4.64, ἦρος ἐν ὥρᾳ ... ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar.<i>Nu</i>.1008, cf. Theoc.22.43, Aret.l.c., LXX <i>Nu</i>.13.20, Gr.Nyss.<i>Ep</i>.12.1<br /><b class="num">•</b>llega la golondrina a Grecia ἦρος ἄγγελος ... ἀήδων Sapph.l.c., cf. Simon.92.2, Stesich.34, Basil.<i>Ep</i>.20, [[proverb|prov.]] [[μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ]] = [[una sola golondrina no hace el verano]] Cratin.35, cf. <i>SEG</i> 29.77 (vaso ático VI/V a.C.)<br /><b class="num">•</b>sopla el céfiro Arist.<i>Pr</i>.861<sup>a</sup>25<br /><b class="num">•</b>florecen las rosas <i>IUrb.Rom</i>.1344.3 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>alabada como la mejor estación del año ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστι τὸ ἐ. δοκιμώτατον Hdt.7.162, θαλερὸν καὶ γόνιμον καὶ προσηνές Plu.2.364b, [[proverb|prov.]] «τὸ [[ἔαρ]] ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐξαιρεῖν» escoger del año, la primavera</i> i.e. quedarse con lo mejor, Arist.<i>Rh</i>.1141<sup>a</sup>3, 1365<sup>a</sup>33, Plu.2.1087b<br /><b class="num">•</b>gener. Thgn.777, I.<i>AI</i> 2.305, Nonn.<i>D</i>.42.293, D.P.<i>Au</i>.1.11;<br /><b class="num">f)</b> en una división fig. del año en «[[ἔαρ]]» y «χειμών» τὸ δὲ ἀνθρώπινον [[ἄνθος]] [[ἅπαξ]] ἡ φύσις κατὰ τὸ ἔ. τῆς νεότητος δείξασα [[εἶτα]] ἀπέσβεσε, τῷ χειμῶνι τοῦ [[γήρως]] ἐναφανίσασα Gr.Nyss.<i>Virg</i>.276.3;<br /><b class="num">g)</b> entre los judíos, en una div. del año en dos épocas op. θέρος ‘verano’, ‘estación fértil’, ψῦχος καὶ καῦμα, θέρος καὶ [[ἔαρ]], ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσιν LXX <i>Ge</i>.8.22, cf. <i>Ps</i>.73.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[la flor]], [[lo mejor]], [[lo más selecto]] τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸ ἔ. lo mejor del año</i> Hdt.7.162, cf. Arist.<i>Rh</i>.1411<sup>a</sup>3, [[Δημάδης]] ... ἔλεγε ... [[ἔαρ]] δὲ τοῦ δήμου τοὺς ἐφήβους Demad.68, τὸ ἔ. τῶν πτερῶν el esplendor de las plumas</i> del pavo real, Luc.<i>Dom</i>.11, Σμέρδις, τὸ Πόθων ἔ. <i>AP</i> 7.29 (Antip.Sid.), cf. 7.599 (Iul.Aegypt.)<br /><b class="num">•</b>[[frescura]], [[encanto]], [[viveza]] ὕμνων ἔ. <i>AP</i> 7.12, ἔ. θ' ὁρόωσα con mirada de primavera</i>, e.e., encantadora, Theoc.13.45<br /><b class="num">•</b>[[lo primero]], [[el albor]] καὶ μὴ παροδευσάτω ἡμᾶς [[ἄνθος]] ἔαρος y no se nos escape ninguna flor primaveral</i> del amor juvenil, LXX <i>Sap</i>.2.7, τὸ γενύων ἔ. ref. al bozo juvenil <i>AP</i> 6.242 (Crin.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>u̯es°r</i>, ant. heterócl. que corresponde a temas en *<i>r</i>, cf. lat. <i>uēr</i>, aisl. <i>vā́r</i>, o en *<i>n</i>, cf. aesl. <i>vesna</i>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔᾰρ:''' ἔᾰρος, ион. = эп. тж. [[εἶαρ]], εἴᾰρος, стяж. ἦρ, [[ἦρος]] τό<br /><b class="num">1)</b> утро: [[ἦρι]] [[μάλα]] и μάλ᾽ [[ἦρι]] Hom. рано утром;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. весна: πρὸς и περὶ τὸ ἔ. Thuc. к весне; [[ἅμα]] τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομένου Arst. с наступлением весны; ἔαρος Arst. весной; [[μία | |elrutext='''ἔᾰρ:''' ἔᾰρος, ион. = эп. тж. [[εἶαρ]], εἴᾰρος, стяж. [[ἦρ]], [[ἦρος]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[утро]]: [[ἦρι]] [[μάλα]] и μάλ᾽ [[ἦρι]] Hom. рано утром;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. [[весна]]: πρὸς и περὶ τὸ ἔ. Thuc. к весне; [[ἅμα]] τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομένου Arst. с наступлением весны; ἔαρος Arst. весной; [[μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ]] погов. Arst. [[одна ласточка не делает весны]], [[первая ласточка весны не делает]];<br /><b class="num">3)</b> перен. [[весенняя свежесть]], [[красота]], [[цвет]] (ὕμνων Anth.): ἔ. ὁρόωσα [[νύμφα]] Theocr. нимфа с очаровательным взором; γενύων ἔ. Anth. первый пушок на щеках. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |