Anonymous

ἀπελευθερόω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χειραφετώ]] δούλο, τον [[απελευθερώνω]] από τη [[δουλεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[χειραφετώ]] δούλο, τον [[απελευθερώνω]] από τη [[δουλεία]], σε Πλάτ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπελευθερῶ]], [[ἀπελευθερόω]])<br />[[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε σκλαβωμένους λαούς, [[ξεσκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από τα [[δεσμά]], τον [[αποφυλακίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[απολυτρώνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru