Anonymous

πλοῖον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ploion
|Transliteration C=ploion
|Beta Code=ploi=on
|Beta Code=ploi=on
|Definition=τό, ([[πλέω]]) prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[float]]ing [[vessel]]: hence, generally, [[ship]], <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>602</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ag.</span>625</span>, <span class="bibl">Hdt.1.168</span>, <span class="title">IG</span>12.128.5, etc.: more nearly defined, <b class="b3">πλοῖα λεπτά</b> [[small]] [[craft]], <span class="bibl">Hdt.7.36</span>, <span class="bibl">Th.2.83</span>; [[πλοῖον ἁλιευτικόν]] a [[fishing-boat]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.1.20</span>; <b class="b3">ἱππαγωγὰ πλοῖα</b> [[transport]]s for [[horse]]s, <span class="bibl">Hdt.6.48</span>; <b class="b3">πλοῖα μακρά</b> [[ships]] of [[war]], <span class="bibl">Id.5.30</span>, <span class="bibl">Th.1.14</span>; <b class="b3">πλοῖα στρογγύλα</b> or [[πλοῖα φορτηγικά]] [[ship]]s of [[burden]], merchantmen, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.21</span>; μεγάλα πλοῖα <span class="bibl">D.S.13.78</span>; ἱερὸν πλοῖον τοῦ Ὀσείριος <span class="title">OGI</span>56.51 (Canopus, iii B.C.): when distinguished from [[ναῦς]], without Adj., mostly [[merchant-ship]] or [[transport]], as opp. ship of war, τοῖς π. καὶ ταῖς ναυσί <span class="bibl">Th.4.116</span>, cf. <span class="bibl">6.44</span>; <b class="b3">πλεῖν μὴ μακρᾷ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ</b> Foed. ap. eund.<span class="bibl">4.118</span>; πλοῖά τε καὶ τριήρεις <span class="bibl">Pl. <span class="title">Hp.Ma.</span>295d</span>; [[πλοῖα]] alone, = [[τριήρεις]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.2.1</span>, Docum. ap. <span class="bibl">D.18.106</span>.</span>
|Definition=τό, ([[πλέω]]) prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[float]]ing [[vessel]]: hence, generally, [[ship]], [[boat]], <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>602</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ag.</span>625</span>, <span class="bibl">Hdt.1.168</span>, <span class="title">IG</span>12.128.5, etc.: more nearly defined, <b class="b3">πλοῖα λεπτά</b> [[small]] [[craft]], <span class="bibl">Hdt.7.36</span>, <span class="bibl">Th.2.83</span>; [[πλοῖον ἁλιευτικόν]] a [[fishing boat]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.1.20</span>; <b class="b3">ἱππαγωγὰ πλοῖα</b> [[transport]]s for [[horse]]s, <span class="bibl">Hdt.6.48</span>; <b class="b3">πλοῖα μακρά</b> [[ship]]s of [[war]], <span class="bibl">Id.5.30</span>, <span class="bibl">Th.1.14</span>; <b class="b3">πλοῖα στρογγύλα</b> or [[πλοῖα φορτηγικά]] [[ship]]s of [[burden]], merchantmen, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.21</span>; μεγάλα πλοῖα <span class="bibl">D.S.13.78</span>; ἱερὸν πλοῖον τοῦ Ὀσείριος <span class="title">OGI</span>56.51 (Canopus, iii B.C.): when distinguished from [[ναῦς]], without Adj., mostly [[merchant-ship]] or [[transport]], as opp. [[ship]] of [[war]], τοῖς π. καὶ ταῖς ναυσί <span class="bibl">Th.4.116</span>, cf. <span class="bibl">6.44</span>; <b class="b3">πλεῖν μὴ μακρᾷ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ</b> Foed. ap. eund.<span class="bibl">4.118</span>; πλοῖά τε καὶ τριήρεις <span class="bibl">Pl. <span class="title">Hp.Ma.</span>295d</span>; [[πλοῖα]] alone, = [[τριήρεις]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.2.1</span>, Docum. ap. <span class="bibl">D.18.106</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλοῖον:''' τό ([[πλέω]]), [[σκάφος]] που επιπλέει, [[πλοίο]], [[βάρκα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>πλοῖα λεπτά</i>, πλοιάρια, σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πλοῖα ἱππαγωγά</i>, φορτηγά πλοία, σε Ηρόδ.· πλοῖα [[μακρά]], πλοία για τον πόλεμο (πολεμικά), στον ίδ.· <i>πλοῖα στρογγύλα</i> ή <i>φορτηγικά</i>, τα εμπορικά, για τη [[μεταφορά]] των φορτίων, σε Ξεν.· όταν είναι αντίθ. προς το [[ναῦς]] σημαίνει [[πλοίο]] εμπορικό ή για [[μεταφορά]], <i>τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσί</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''πλοῖον:''' τό ([[πλέω]]), [[σκάφος]] που επιπλέει, [[πλοίο]], [[βάρκα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>πλοῖα λεπτά</i>, πλοιάρια, σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πλοῖα ἱππαγωγά</i>, φορτηγά πλοία, σε Ηρόδ.· πλοῖα [[μακρά]], πλοία για τον πόλεμο (πολεμικά), στον ίδ.· <i>πλοῖα στρογγύλα</i> ή <i>φορτηγικά</i>, τα εμπορικά, για τη [[μεταφορά]] των φορτίων, σε Ξεν.· όταν είναι αντίθ. προς το [[ναῦς]] σημαίνει [[πλοίο]] εμπορικό ή για [[μεταφορά]], <i>τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσί</i>, σε Θουκ.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῑον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῑον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῑον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῑον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῑον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλοῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> судно Aesch. etc.: π. ἁλιευτικόν Xen. рыболовное судно; π. [[μακρόν]] Her. военное судно; π. ἱππαγωγόν Her. судно для переправы лошадей; π. [[στρογγύλον]] или φορτηγικόν Xen. грузовое (торговое) судно;<br /><b class="num">2)</b> грузовое судно (τὰ πλοῖα καὶ αἱ [[νῆες]] Thuc.; πλοῖά τε καὶ τριήρεις Plat.);<br /><b class="num">3)</b> Dem. = [[τριήρης]].
|elrutext='''πλοῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[судно]] Aesch. etc.: π. ἁλιευτικόν Xen. рыболовное судно; π. [[μακρόν]] Her. военное судно; π. ἱππαγωγόν Her. судно для переправы лошадей; π. [[στρογγύλον]] или φορτηγικόν Xen. грузовое (торговое) судно;<br /><b class="num">2)</b> [[грузовое судно]] (τὰ πλοῖα καὶ αἱ [[νῆες]] Thuc.; πλοῖά τε καὶ τριήρεις Plat.);<br /><b class="num">3)</b> Dem. = [[τριήρης]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 49: Line 52:
|sngr='''原文音譯''':plo‹on 普睞按<br />'''詞類次數''':名詞(67)<br />'''原文字根''':漂行(者)<br />'''字義溯源''':船,船隻,船上,帆船;源自([[πλέω]])*=航行)。參讀 ([[ναῦς]])同義字<br />'''出現次數''':總共(66);太(13);可(17);路(7);約(7);徒(19);雅(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 船(61) 太4:21; 太4:22; 太8:23; 太8:24; 太9:1; 太13:2; 太14:13; 太14:22; 太14:24; 太14:29; 太14:32; 太14:33; 太15:39; 可1:19; 可1:20; 可4:1; 可4:36; 可4:36; 可4:37; 可4:37; 可5:2; 可5:18; 可5:21; 可6:32; 可6:45; 可6:47; 可6:51; 可6:54; 可8:10; 可8:14; 路5:3; 路5:3; 路5:7; 路5:7; 路5:11; 路8:22; 路8:37; 約6:17; 約6:19; 約6:21; 約6:21; 約6:22; 約21:3; 約21:6; 徒20:13; 徒20:38; 徒21:3; 徒21:6; 徒27:10; 徒27:15; 徒27:17; 徒27:22; 徒27:30; 徒27:31; 徒27:37; 徒27:38; 徒27:39; 徒27:44; 徒28:11; 雅3:4; 啓18:19;<br />2) 一隻船(3) 徒21:2; 徒27:2; 徒27:6;<br />3) 船隻(1) 啓8:9;<br />4) 船上(1) 徒27:19
|sngr='''原文音譯''':plo‹on 普睞按<br />'''詞類次數''':名詞(67)<br />'''原文字根''':漂行(者)<br />'''字義溯源''':船,船隻,船上,帆船;源自([[πλέω]])*=航行)。參讀 ([[ναῦς]])同義字<br />'''出現次數''':總共(66);太(13);可(17);路(7);約(7);徒(19);雅(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 船(61) 太4:21; 太4:22; 太8:23; 太8:24; 太9:1; 太13:2; 太14:13; 太14:22; 太14:24; 太14:29; 太14:32; 太14:33; 太15:39; 可1:19; 可1:20; 可4:1; 可4:36; 可4:36; 可4:37; 可4:37; 可5:2; 可5:18; 可5:21; 可6:32; 可6:45; 可6:47; 可6:51; 可6:54; 可8:10; 可8:14; 路5:3; 路5:3; 路5:7; 路5:7; 路5:11; 路8:22; 路8:37; 約6:17; 約6:19; 約6:21; 約6:21; 約6:22; 約21:3; 約21:6; 徒20:13; 徒20:38; 徒21:3; 徒21:6; 徒27:10; 徒27:15; 徒27:17; 徒27:22; 徒27:30; 徒27:31; 徒27:37; 徒27:38; 徒27:39; 徒27:44; 徒28:11; 雅3:4; 啓18:19;<br />2) 一隻船(3) 徒21:2; 徒27:2; 徒27:6;<br />3) 船隻(1) 啓8:9;<br />4) 船上(1) 徒27:19
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
==Translations==
|woodrun=[[boat]]
Abkhaz: аӷба; Afrikaans: skip; Aghwan: 𐕎𐔽𐔰; Albanian: anije; Ambonese Malay: kapal; Amharic: መርከብ, ላከ; Arabic: سَفِينَة‎; Gulf Arabic: سَفينة‎; Armenian: նավ; Old Armenian: նաւ; Assamese: জাহাজ; Assyrian Neo-Aramaic: ܣܦܝܼܢ݇ܬܵܐ‎, ܓܵܡܝܼ‎; Asturian: barcu; Azerbaijani: gəmi; Baluchi: جہاز‎; Bashkir: карап; Basque: itsasontzi; Belarusian: карабе́ль, су́дна; Bengali: জাহাজ; Brahui: جاز‎; Bulgarian: ко́раб, парахо́д; Burmese: သင်္ဘော; Catalan: vaixell, nau; Chechen: кема; Cherokee: ᏥᏳ; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 船舶; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: карап; Crimean Tatar: gemi; Czech: loď; Danish: skib; Dutch: [[schip]]; Elfdalian: stjipp; Erzya: иневенч; Esperanto: ŝipo; Estonian: laev; Faroese: skip; Finnish: laiva; French: vaisseau, bateau, navire; Friulian: nâf, nâv; Galician: navío, nave, barcia, beote, vaixel; Georgian: გემი, ხომალდი; German: [[Schiff]]; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: [[πλοίο]], [[καράβι]]; Ancient Greek: [[ναῦς]], [[πλοῖον]]; Greenlandic: umiarsuaq; Gujarati: જહાજ; Hawaiian: moku; Hebrew: סְפִינָה‎, אֳנִיָּה \ אונייה‎; Hindi: पोत, जहाज़, जलयान; Hungarian: hajó; Icelandic: skip; Indonesian: kapal; Inuktitut: ᐅᒥᐊᕐᔪᐊᖅ; Irish: long, árthach; Italian: nave, bastimento, vascello, transatlantico, piroscafo, naviglio, battello; Japanese: 船, 船舶; Javanese: kapal; Kalmyk: керм; Kannada: ನೌಕೆ; Karelian: laiva; Kashmiri: जहाज़; Kazakh: кеме; Khmer: កប៉ាល់, នាវា, សំពៅ; Korean: 배, 선박(船舶), 선(船); Kurdish Central Kurdish: که‌شتی‎, گه‌می‎; Northern Kurdish: keştî, gemî; Kyrgyz: кеме; Ladino: nave, vapor; Lao: ກຳປັ່ນ, ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: kuģis; Lezgi: гими; Lithuanian: laivas; Lombard: nav; Low German German Low German: Schipp; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲᦉᦗᧁ; Macedonian: брод, лаѓа, кораб; Maguindanao: kapal; Malay: kapal; Malayalam: കപ്പല്‍, നൌക; Maltese: vapur; ġifen; Manx: lhong; Maori: kaipuke; Maranao: kapal; Marathi: जहाज; Mon: က္ၜၚ်; Mongolian Cyrillic: усан онгоц, онгоц, хөлөг; Uyghurjin: ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠬᠥᠯᠭᠡ; Nahuatl Central: acalli; Classical: acalli; Navajo: tsin naaʼeeł; Neapolitan: barca; Nepali: जहाज; Ngazidja Comorian: meli; Nogai: кеме; North Frisian: schap; skap, Skep; Northern Sami: skiipa, láivi; Norwegian Bokmål: skip; Nynorsk: skip; Occitan: nau, vaissèl; Old Church Slavonic Cyrillic: корабл҄ь, корабь; Old East Slavic: корабль; Old English: sċip; Old High German: skif; Oriya: ଜାହାଜ; Oromo: doonii; Ossetian: науӕ, нау; Ottoman Turkish: گمی‎; Palauan: diall; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ‎, کيښتۍ‎, بېړۍ‎, ابګوټ‎; Persian: کشتی‎, ناو‎, جهاز‎, سماری‎; Polish: statek, okręt, korab; Portuguese: navio; Punjabi: ਜਹਾਜ਼, ਨਾਵ; Shahmukhi: جہاز‎; Romanian: navă, corabie, vas; Romansch: nav, bartga, bastiment; Russian: [[корабль]], [[судно]], [[пароход]]; Rusyn: корабе́ль; Sanskrit: नौ, नाव, पोत; Santali: ᱡᱟᱦᱟᱡᱽ; Scots: gailey; Scottish Gaelic: long; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, ла̑ђа, ко̏раб/кора̑б, ко̏рабаљ/ко̏ра̄баљ; Roman: brȏd, lȃđa, kȍrāb/korȃb, kȍrābalj/korȃbalj; Silesian: statek; Sindhi: جہاز‎; Sinhalese: නැව; Slovak: loď; Slovene: ladja; Somali: markab; Sorbian Lower Sorbian: łoź; Upper Sorbian: łódź; Southern Altai: кереп; Spanish: [[barco]], [[buque]], [[nave]]; Sranan Tongo: sipi; Swahili: meli, jahazi; Swedish: skepp, fartyg; Tabasaran: гими; Tagalog: barko, daong; Tajik: киштӣ, сафина; Tamil: கப்பல்; Tatar: кораб; Telugu: ఓడ, నావ, నౌక; Thai: เรือ, กำปั่น; Tibetan: གྲུ་གཟིངས; Tigrinya: መርከብ; Tok Pisin: sip; Turkish: gemi; Turkmen: gäämi, gämi, korabl, parohod; Udmurt: корабль; Ugaritic: 𐎀𐎐𐎊𐎚; Ukrainian: корабе́ль, судно́; Urdu: جہاز‎, پوت‎; Uyghur: پاراخوت‎, كېمە‎; Uzbek: kema, paroxod; Vietnamese: tàu thuỷ, tàu; Volapük: naf; Waray-Waray: barko; Welsh: llong; Yakut: хараабыл; Yiddish: שיף‎; Zhuang: ruz
}}