Anonymous

μόριο: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  8 May 2022
m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
(25)
 
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μόριο]], Μ και ἐμόριον) [[μόρος]]<br /><b>1.</b> ελάχιστο [[τμήμα]], [[τεμάχιο]], τεμαχίδιο («εὐλαβούμενοι μή ποτε φανῇ τὸ ἕν μὴ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ μόρια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> συστατικό [[τμήμα]] ενός συνόλου («εἰς ἃ τὸ [[εἶδος]] διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του οργανισμού ζώων ή [[φυτών]] («Περὶ ζῴων μορίων» — [[τίτλος]] συγγράμματος του Αριστοτέλους)<br /><b>4.</b> [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος<br /><b>5.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα μόρια</i><br />α) τα γεννητικά όργανα του άρρενος και του θήλεος<br />β) <b>γλωσσ.</b> μικρές, μονοσύλλαβες [[κυρίως]], άκλιτες λέξεις, τών οποίων ο [[ρόλος]] [[είναι]] γραμματικοσυντακτικός [[μάλλον]] [[παρά]] λεξιλογικός, υπό την [[έννοια]] ὅτι δεν [[είναι]] φορείς συνήθους λεξικής σημασίας, [[αλλά]] ποικίλλουν, χρωματίζουν, συνδέουν τις προτάσεις και βοηθούν στον σχηματισμό εγκλίσεων και χρόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[ομάδα]] ατόμων τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους αρκετά ισχυρά, ώστε να αποτελούν μια ξεχωριστή [[οντότητα]] δρώντας συλλογικά ως ενιαία [[μονάδα]]<br /><b>μσν.</b><br />οι όρχεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] της σφαίρας του κόσμου («φασὶ [[τρία]] μόρια [[εἶναι]] γῆν πᾱσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέρος]] της συλλαβής, [[γράμμα]] του αλφαβήτου<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] στρατού<br /><b>4.</b> (για προσ.) [[μέλος]] συμβουλίου<br /><b>5.</b> [[κλάσμα]] με παρονομαστή τη [[μονάδα]]<br /><b>6.</b> ο [[παρονομαστής]] του κλάσματος<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μόρια λόγου» — τα μέρη του λόγου<br />β) «[[μόριον]] ἐγκλιτικόν» ή, [[απλώς]], «[[μόριον]]» — άκλιτο [[λεξίδιο]] που ο [[τόνος]] του ακολουθεί τους κανόνες της εγκλίσεως του τόνου<br />γ) «μορίου» ή «ἐν μορίῳ» — διαιρούμενο υπό.
|mltxt=το (ΑΜ [[μόριο]], Μ και ἐμόριον) [[μόρος]]<br /><b>1.</b> ελάχιστο [[τμήμα]], [[τεμάχιο]], τεμαχίδιο («εὐλαβούμενοι μή ποτε φανῇ τὸ ἕν μὴ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ μόρια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> συστατικό [[τμήμα]] ενός συνόλου («εἰς ἃ τὸ [[εἶδος]] διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέρος]] του οργανισμού ζώων ή [[φυτών]] («Περὶ ζῴων μορίων» — [[τίτλος]] συγγράμματος του Αριστοτέλους)<br /><b>4.</b> [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος<br /><b>5.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα μόρια</i><br />α) τα γεννητικά όργανα του άρρενος και του θήλεος<br />β) <b>γλωσσ.</b> μικρές, μονοσύλλαβες [[κυρίως]], άκλιτες λέξεις, τών οποίων ο [[ρόλος]] [[είναι]] γραμματικοσυντακτικός [[μάλλον]] [[παρά]] λεξιλογικός, υπό την [[έννοια]] ὅτι δεν [[είναι]] φορείς συνήθους λεξικής σημασίας, [[αλλά]] ποικίλλουν, χρωματίζουν, συνδέουν τις προτάσεις και βοηθούν στον σχηματισμό εγκλίσεων και χρόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[ομάδα]] ατόμων τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους αρκετά ισχυρά, ώστε να αποτελούν μια ξεχωριστή [[οντότητα]] δρώντας συλλογικά ως ενιαία [[μονάδα]]<br /><b>μσν.</b><br />οι όρχεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] της σφαίρας του κόσμου («φασὶ [[τρία]] μόρια [[εἶναι]] γῆν πᾶσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μέρος]] της συλλαβής, [[γράμμα]] του αλφαβήτου<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] στρατού<br /><b>4.</b> (για προσ.) [[μέλος]] συμβουλίου<br /><b>5.</b> [[κλάσμα]] με παρονομαστή τη [[μονάδα]]<br /><b>6.</b> ο [[παρονομαστής]] του κλάσματος<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μόρια λόγου» — τα μέρη του λόγου<br />β) «[[μόριον]] ἐγκλιτικόν» ή, [[απλώς]], «[[μόριον]]» — άκλιτο [[λεξίδιο]] που ο [[τόνος]] του ακολουθεί τους κανόνες της εγκλίσεως του τόνου<br />γ) «μορίου» ή «ἐν μορίῳ» — διαιρούμενο υπό.
}}
}}