3,277,050
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[άγριος]] [[θυμός]], [[μίσος]], [[κακία]] (α. «είχε μεγάλο χόλο για το [[κακό]] που του έκανε και ζητούσε [[εκδίκηση]]» β. «Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τον οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ [[γεγονός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. με τη [[φυσική]] [[σημασία]]) [[χολή]]<br /><b>2.</b> [[πικρία]] («[[χόλος]] ἔριδος;», Σόλ.)<br /><b>3.</b> (για [[φίδι]]) [[δηλητήριο]]<br /><b>4.</b> ο [[πρόξενος]] θυμού ( | |mltxt=ο, ΝΑ<br />[[άγριος]] [[θυμός]], [[μίσος]], [[κακία]] (α. «είχε μεγάλο χόλο για το [[κακό]] που του έκανε και ζητούσε [[εκδίκηση]]» β. «Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τον οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ [[γεγονός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. με τη [[φυσική]] [[σημασία]]) [[χολή]]<br /><b>2.</b> [[πικρία]] («[[χόλος]] ἔριδος;», Σόλ.)<br /><b>3.</b> (για [[φίδι]]) [[δηλητήριο]]<br /><b>4.</b> ο [[πρόξενος]] θυμού («πᾶσα γυνὴ [[χόλος]] ἐστίν», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χολή]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |