Anonymous

ὑλώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
mNo edit summary
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[ὑλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ύλη]]<br />ο καλυμμένος από [[δάσος]], σύδενδρος, [[δασώδης]] («[[ὑλώδης]] τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] ιλύ, [[πηλώδης]], [[θολός]] («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑλώδη</i><br />τόποι καλυμμένοι από δάση.
|mltxt=-ες / [[ὑλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ύλη]]<br />ο καλυμμένος από [[δάσος]], σύδενδρος, [[δασώδης]] («[[ὑλώδης]] τε καὶ ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] ιλύ, [[πηλώδης]], [[θολός]] («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑλώδη</i><br />τόποι καλυμμένοι από δάση.
}}
}}
{{lsm
{{lsm