Anonymous

σταυρόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα"
mNo edit summary
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σταυρῶ]], [[σταυρόω]], ΝΜΑ, και [[σταυρώνω]] Μ [[σταυρός]]<br /><b>1.</b> [[προσηλώνω]] κάποιον [[επάνω]] στον σταυρό, [[θανατώνω]] με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως κύριο όν.) <i>ο Εσταυρωμένος</i><br />ο [[Χριστός]] [[επάνω]] στον Σταυρό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]], [[πιλατεύω]] («μέ σταύρωσε αυτό το [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, διασταυρώνομαι με κάποιον («σταύρωσε δύο παληκάρια ώρια λυγερή», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σταυρώνω]] τα χέρια» ή «[[κάθομαι]] [ή [[μένω]]] με σταυρωμένα χέρια» — [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]] [[γιατί]] βρίσκομαι σε αδιέξοδο ή σε [[κατάσταση]] απελπισίας<br />β) «δεν σταύρωσα [[φράγκο]] [ή [[δραχμή]] ή [[πεντάρα]]]» — δεν έπιασα, δεν εισέπραξα [[τίποτε]]<br />γ) «δεν [[σταυρώνω]] [[φύλλο]]» — δεν μού τυχαίνουν καλά χαρτιά στο [[χαρτοπαίγνιο]]<br />δ) «[[σταυρώνω]] [[κεραία]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[τοποθετώ]] την [[κεραία]] σταυροειδώς σε [[σχέση]] με τον ιστό<br />ε) «άρον άρον σταύρωσον αυτόν»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για [[απόφαση]] που λαμβάνεται ή για [[ενέργεια]] που γίνεται βεβιασμένα, βιαστικά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευλογώ]] με το [[σημείο]] του σταυρού, [[κάνω]] το [[σχήμα]] του σταυρού [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] (α. «σταύρωσε το [[παιδί]]» β. «ὁ δὲ ἀρχιερεὺς σταυρώνει τὸ [[ὕδωρ]]», Ευχολ.)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] τα χέρια μου ώστε να σχηματιστεί [[σταυρός]] (α. «να κάθεσαι στην [[εκκλησία]] με τα χέρια σταυρωμένα» β. «αὐτὸς δὲ τὰς χεῑρας... δι' ὅλης σταυρώσας τῆς νυκτὸς ἔμεινεν [[ἀκλινής]]», Βίος Παχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] χώρο με σταυρούς, με πασσάλους, [[περιχαρακώνω]] («ξύλοις μεγίστοις καὶ ἀγκύραις τὰ [[βάθη]] ἐσταύρωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νεκρώνω]] τις σαρκικές επιθυμίες και τα [[πάθη]] (α. «σταυροῡμεν τὴν [[σάρκα]]... ἐν ὕδατι βαπτιζόμενοι», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῡ τὴν [[σάρκα]] ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἧλος]] [[ἐσταυρωμένος]]» — [[καρφί]] από σταυρό, που το φορούσαν ως περίαπτο, ως [[φυλαχτό]].
|mltxt=[[σταυρῶ]], [[σταυρόω]], ΝΜΑ, και [[σταυρώνω]] Μ [[σταυρός]]<br /><b>1.</b> [[προσηλώνω]] κάποιον [[επάνω]] στον σταυρό, [[θανατώνω]] με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως κύριο όν.) <i>ο Εσταυρωμένος</i><br />ο [[Χριστός]] [[επάνω]] στον Σταυρό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]], [[πιλατεύω]] («μέ σταύρωσε αυτό το [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, διασταυρώνομαι με κάποιον («σταύρωσε δύο παληκάρια ώρια λυγερή», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σταυρώνω]] τα χέρια» ή «[[κάθομαι]] [ή [[μένω]]] με σταυρωμένα χέρια» — [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]] [[γιατί]] βρίσκομαι σε αδιέξοδο ή σε [[κατάσταση]] απελπισίας<br />β) «δεν σταύρωσα [[φράγκο]] [ή [[δραχμή]] ή [[πεντάρα]]]» — δεν έπιασα, δεν εισέπραξα [[τίποτε]]<br />γ) «δεν [[σταυρώνω]] [[φύλλο]]» — δεν μού τυχαίνουν καλά χαρτιά στο [[χαρτοπαίγνιο]]<br />δ) «[[σταυρώνω]] [[κεραία]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[τοποθετώ]] την [[κεραία]] σταυροειδώς σε [[σχέση]] με τον ιστό<br />ε) «άρον άρον σταύρωσον αυτόν»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για [[απόφαση]] που λαμβάνεται ή για [[ενέργεια]] που γίνεται βεβιασμένα, βιαστικά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευλογώ]] με το [[σημείο]] του σταυρού, [[κάνω]] το [[σχήμα]] του σταυρού [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] (α. «σταύρωσε το [[παιδί]]» β. «ὁ δὲ ἀρχιερεὺς σταυρώνει τὸ [[ὕδωρ]]», Ευχολ.)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] τα χέρια μου ώστε να σχηματιστεί [[σταυρός]] (α. «να κάθεσαι στην [[εκκλησία]] με τα χέρια σταυρωμένα» β. «αὐτὸς δὲ τὰς χεῖρας... δι' ὅλης σταυρώσας τῆς νυκτὸς ἔμεινεν [[ἀκλινής]]», Βίος Παχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] χώρο με σταυρούς, με πασσάλους, [[περιχαρακώνω]] («ξύλοις μεγίστοις καὶ ἀγκύραις τὰ [[βάθη]] ἐσταύρωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νεκρώνω]] τις σαρκικές επιθυμίες και τα [[πάθη]] (α. «σταυροῡμεν τὴν [[σάρκα]]... ἐν ὕδατι βαπτιζόμενοι», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῡ τὴν [[σάρκα]] ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἧλος]] [[ἐσταυρωμένος]]» — [[καρφί]] από σταυρό, που το φορούσαν ως περίαπτο, ως [[φυλαχτό]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj