Anonymous

σαγηνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα"
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σαγήνη]]<br />[[παρασύρω]] κάποιον δελεάζοντάς τον, [[θέλγω]], [[γοητεύω]] (α. «τον σαγήνευσαν τα [[κάλη]] της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλιεύω]] με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διώχνω]] [[μαζί]] σε ένα [[μέρος]] όλους τους κατοίκους μιας χώρας σχηματίζοντας στρατιωτική [[γραμμή]] («ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερημώνω]] έναν [[τόπο]] («ὡς συνάψαντες... τὰς χεῑρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν oἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]], [[παγιδεύω]].
|mltxt=ΝΑ [[σαγήνη]]<br />[[παρασύρω]] κάποιον δελεάζοντάς τον, [[θέλγω]], [[γοητεύω]] (α. «τον σαγήνευσαν τα [[κάλη]] της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλιεύω]] με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διώχνω]] [[μαζί]] σε ένα [[μέρος]] όλους τους κατοίκους μιας χώρας σχηματίζοντας στρατιωτική [[γραμμή]] («ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερημώνω]] έναν [[τόπο]] («ὡς συνάψαντες... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν oἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]], [[παγιδεύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm