Anonymous

λύσσα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " usu. " to " usually ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyssa
|Transliteration C=lyssa
|Beta Code=lu/ssa
|Beta Code=lu/ssa
|Definition=Att. λύττᾰ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rage]], [[fury]], in Hom. always of [[martial rage]], κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν <span class="bibl">Il.9.239</span>; <b class="b3">λ. ἔχων ὀλοήν</b> ib.<span class="bibl">305</span>; λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή <span class="bibl">21.542</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> after Hom., [[raging madness]], [[frenzy]], such as was caused by the gods, as that of <span class="bibl">10</span>, λύσσης πνεύματι μάργῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>883</span> (anap.); of Orestes, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>287</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>254</span>, etc.; of the Proetides, <span class="bibl">B.10.102</span>; of Bacchic frenzy, ἐλαφρὰ λ. <span class="bibl">E. <span class="title">Ba.</span>851</span>; <b class="b3">θοαὶ Λύσσας κύνες</b>, of the Furies, ib.<span class="bibl">977</span> (lyr.); λύσσῃ παράκοπος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>680</span>: strengthened, λ. μανιάς <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>941.4</span>; λύττα ἐρωτική <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>839a</span>; [[λ]]. alone, of [[raging love]], <span class="bibl">Theoc.3.47</span>; simply, [[rage]], Phld.<span class="title">Ir.</span>p.77 W.; [[fanaticism]], περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148 (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> personified, [[Λύσσα]] [[the goddess of madness]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>823</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[rabies]], in dogs, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.7.26</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604a5</span>, Gal.1.296; in horses, <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>3.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[the worm]] under the tongue [[of dogs]], removed from the belief that it produces rabies, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>29.100</span>.</span>
|Definition=Att. [[λύττα]], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rage]], [[fury]], in Hom. always of [[martial rage]], κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν <span class="bibl">Il.9.239</span>; <b class="b3">λ. ἔχων ὀλοήν</b> ib.<span class="bibl">305</span>; λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή <span class="bibl">21.542</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> after Hom., [[raging madness]], [[frenzy]], such as was caused by the gods, as that of <span class="bibl">10</span>, λύσσης πνεύματι μάργῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>883</span> (anap.); of Orestes, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>287</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>254</span>, etc.; of the [[Proetides]], <span class="bibl">B.10.102</span>; of Bacchic frenzy, ἐλαφρὰ λ. <span class="bibl">E. <span class="title">Ba.</span>851</span>; <b class="b3">θοαὶ Λύσσας κύνες</b>, of the Furies, ib.<span class="bibl">977</span> (lyr.); λύσσῃ παράκοπος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>680</span>: strengthened, λ. μανιάς <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>941.4</span>; λύττα ἐρωτική <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>839a</span>; [[λ]]. alone, of [[raging love]], <span class="bibl">Theoc.3.47</span>; simply, [[rage]], Phld.<span class="title">Ir.</span>p.77 W.; [[fanaticism]], περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148 (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> personified, [[Λύσσα]] [[the goddess of madness]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>823</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[rabies]], in [[dog]]s, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.7.26</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604a5</span>, Gal.1.296; in horses, <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>3.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> the [[worm]] under the [[tongue]] of [[dog]]s, removed from the [[belief]] that it produces [[rabies]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>29.100</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λύσσα]], Α αττ. τ. [[λύττα]])<br /><b>1.</b> οξύ, [[κατά]] κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες [[νόσημα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται [[μεταξύ]] τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με [[δάγκωμα]]<br /><b>2.</b> παράφορη [[οργή]], ακατάσχετη [[μανία]] (α. «μού επιτέθηκε με [[λύσσα]]» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῖν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «[[λύσσα]] δὲ oἱ κῆρ [[αἰέν]] ἔχε κρατερή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φανατισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάθε]] υπερβολικό [[πάθος]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκφυση]] [[κάτω]] από την [[γλώσσα]] τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν [[γιατί]] πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η [[νόσος]] [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λύσσα</i><br />[[προσωποποίηση]] της μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λύσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>λυκ</i>-<i>jα</i> ([[πρβλ]]. [[γλῶσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλωχ</i>-<i>jα</i>) [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] [[είναι]] παράγωγο του θέματος της λ. [[λύκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[λύκος]]) και θεωρείται η τυπική [[ασθένεια]] του λύκου. Ορισμένοι [[μάλιστα]] εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό του [[λύκος]] και τήν ερμηνεύουν «[[λύκαινα]]», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. <i>vrk</i><i>ī</i>-. Ωστόσο, πρόκειται [[μάλλον]] για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας ([[πρβλ]]. [[φύζα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η [[λύσσα]] θεωρείται «ο [[δαίμων]] που μπορεί να μεταμορφώσει τον [[σκύλο]] σε λύκο». Άλλοι, [[τέλος]], συνδέουν τη λ. με τη [[φράση]] και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>λευκαὶ [[φρένες]]<br />μαινόμεναι, λαμπραί», «[[λυκεῖον]]<br />φοβερόν» και το ρ. «<i>ἀλύσσειν</i><br />τρέμειν», [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>ruc</i>- «φως» και όλη τη λεξιλογική [[ομάδα]] του [[λευκός]], από το [[γεγονός]] ότι η [[λύσσα]] κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που [[είναι]] ελάχιστα πιθανές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυσσαλέος]], [[λυσσώ]] (I), [[λυσσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυσσαίνω]], [[λυσσάς]], [[λυσσηδόν]], [[λυσσήεις]], [[λυσσήρης]], [[λυσσώ]] (II)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυσσητήρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυσσάγρα]], [[λυσσάριος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυσσάζω]], [[λυσσάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυσσιακό]], [[λυσσικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυσσόδηκτος]], [[λυσσομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυσσοδίωκτος]], [[λυσσοφόρος]], [[λυσσώπις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυσσόγερος]], [[λυσσοδάκτης]], <i>λυσσομάμουδο</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυσσομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυσσιατρείο]], [[λυσσίατρος]], [[λυσσοφοβία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυσσος]], [[κυνόλυσσος]].
|mltxt=η (AM [[λύσσα]], Α αττ. τ. [[λύττα]])<br /><b>1.</b> οξύ, [[κατά]] κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες [[νόσημα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται [[μεταξύ]] τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με [[δάγκωμα]]<br /><b>2.</b> παράφορη [[οργή]], ακατάσχετη [[μανία]] (α. «μού επιτέθηκε με [[λύσσα]]» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῖν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «[[λύσσα]] δὲ oἱ κῆρ [[αἰέν]] ἔχε κρατερή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φανατισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάθε]] υπερβολικό [[πάθος]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκφυση]] [[κάτω]] από την [[γλώσσα]] τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν [[γιατί]] πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η [[νόσος]] [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λύσσα</i><br />[[προσωποποίηση]] της μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λύσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>λυκ</i>-<i>jα</i> ([[πρβλ]]. [[γλῶσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλωχ</i>-<i>jα</i>) [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] [[είναι]] παράγωγο του θέματος της λ. [[λύκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[λύκος]]) και θεωρείται η τυπική [[ασθένεια]] του λύκου. Ορισμένοι [[μάλιστα]] εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό του [[λύκος]] και τήν ερμηνεύουν «[[λύκαινα]]», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. <i>vrk</i><i>ī</i>-. Ωστόσο, πρόκειται [[μάλλον]] για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας ([[πρβλ]]. [[φύζα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η [[λύσσα]] θεωρείται «ο [[δαίμων]] που μπορεί να μεταμορφώσει τον [[σκύλο]] σε λύκο». Άλλοι, [[τέλος]], συνδέουν τη λ. με τη [[φράση]] και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «λευκαὶ [[φρένες]]<br />μαινόμεναι, λαμπραί», «[[λυκεῖον]]<br />φοβερόν» και το ρ. «<i>ἀλύσσειν</i><br />τρέμειν», [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>ruc</i>- «φως» και όλη τη λεξιλογική [[ομάδα]] του [[λευκός]], από το [[γεγονός]] ότι η [[λύσσα]] κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που [[είναι]] ελάχιστα πιθανές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυσσαλέος]], [[λυσσώ]] (I), [[λυσσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυσσαίνω]], [[λυσσάς]], [[λυσσηδόν]], [[λυσσήεις]], [[λυσσήρης]], [[λυσσώ]] (II)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυσσητήρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυσσάγρα]], [[λυσσάριος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυσσάζω]], [[λυσσάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυσσιακό]], [[λυσσικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυσσόδηκτος]], [[λυσσομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυσσοδίωκτος]], [[λυσσοφόρος]], [[λυσσώπις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυσσόγερος]], [[λυσσοδάκτης]], <i>λυσσομάμουδο</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυσσομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυσσιατρείο]], [[λυσσίατρος]], [[λυσσοφοβία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυσσος]], [[κυνόλυσσος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">(martial) rage, fury, frenzy</b> (Il.), [[rabies]] (X., Arist.).<br />Other forms: Att. [[λύττα]]<br />Compounds: Some compp., e.g. <b class="b3">λυσσο-μανής</b> [[mad for rage]] (AP), <b class="b3">ἄ-λυσσος</b> [[λυσσα]] healing' (Paus.), <b class="b3">ἄ-λυσσον</b> n. name of a plant, of which the seeds were used against rabies (Strömberg Pflanzennamen 91). -<br />Derivatives: [[λυσσάς]] f. [[raging]] (E.), <b class="b3">λυσσ-ώδης</b> (N 53 u.a.), <b class="b3">-αλέος</b> (A. R., Man.), <b class="b3">-ήρης</b> (Orph., Man.), <b class="b3">-ήεις</b> (H.) <b class="b2">id.</b>; [[λυσσηδόν]] adv. (Opp.). Denomin. verbs: 1. [[λυσσάω]], <b class="b3">-ττάω</b> [[rage]], [[rave]], [[be mad]] (Hdt., Ar., S., Pl.) with [[λυσσητήρ]] adjunct of [[κύων]] (Θ 299; cf. AP 5, 265; on the meaning Benveniste Noms d'agent 37), and [[λυσσητής]], Dor. <b class="b3">-ατάς</b> (Anth.) [[raging]], <b class="b3">λυσσ-ητικός</b> <b class="b2">id.</b> (Ael.), <b class="b3">-ήματα</b> pl. [[attacks of rage]] (E.); 2. [[λυσσαίνω]] [[rage]], [[rave]] (S.); 3. [[λυσσόομαι]] [[become raging]] (Ps.-Phoc.).<br />Origin: IE [Indo-European] [687] <b class="b2">*luk-</b> [[light]] or from <b class="b2">*luk-</b> [[wolf]]?<br />Etymology: Formation like [[ὄσσα]], [[γλῶσσα]], [[αἶσα]] a. o., so first a [[moviertes]] fern., though verbal connection is possible (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); further uncertain. Since F. Hartmann KZ 54, 287ff. usually explained as "the she-wolf" and identified with Skt. <b class="b2">vr̥kī́ḥ</b>, OWNo. [[ylgr]] <b class="b2">id.</b>; cf. Porzig Satzinhalte 349 f. ("the demoness, which makes the dog to a wolf, is herself a she-wolf"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; slightly reserved Risch ̨ 50b and Schwyzer; acc. to Wackernagel-Debrunner 3, 171 rather abstract like [[φύζα]]. Rejected by Specht Ursprung 344 (a. 387), who connects Skt. <b class="b2">rúc-</b> f. [[light]] (the rage is called after the sparkling eyes) and like Lagercrantz Lautgesch. 88 f. reminds of the expression <b class="b3">λευκαῖς φρασίν</b> (Pi. P. 4, 194), <b class="b3">λευκαὶ φρένες μαινόμεναι</b> H. (quite diff. F. Hartmann KZ 60, 223); thus Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; to [[λευκός]] a. rel. also Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">(martial) rage, fury, frenzy</b> (Il.), [[rabies]] (X., Arist.).<br />Other forms: Att. [[λύττα]]<br />Compounds: Some compp., e.g. <b class="b3">λυσσο-μανής</b> [[mad for rage]] (AP), <b class="b3">ἄ-λυσσος</b> [[λυσσα]] healing' (Paus.), <b class="b3">ἄ-λυσσον</b> n. name of a plant, of which the seeds were used against rabies (Strömberg Pflanzennamen 91). -<br />Derivatives: [[λυσσάς]] f. [[raging]] (E.), <b class="b3">λυσσ-ώδης</b> (N 53 u.a.), <b class="b3">-αλέος</b> (A. R., Man.), <b class="b3">-ήρης</b> (Orph., Man.), <b class="b3">-ήεις</b> (H.) <b class="b2">id.</b>; [[λυσσηδόν]] adv. (Opp.). Denomin. verbs: 1. [[λυσσάω]], <b class="b3">-ττάω</b> [[rage]], [[rave]], [[be mad]] (Hdt., Ar., S., Pl.) with [[λυσσητήρ]] adjunct of [[κύων]] (Θ 299; cf. AP 5, 265; on the meaning Benveniste Noms d'agent 37), and [[λυσσητής]], Dor. <b class="b3">-ατάς</b> (Anth.) [[raging]], <b class="b3">λυσσ-ητικός</b> <b class="b2">id.</b> (Ael.), <b class="b3">-ήματα</b> pl. [[attacks of rage]] (E.); 2. [[λυσσαίνω]] [[rage]], [[rave]] (S.); 3. [[λυσσόομαι]] [[become raging]] (Ps.-Phoc.).<br />Origin: IE [Indo-European] [687] <b class="b2">*luk-</b> [[light]] or from <b class="b2">*luk-</b> [[wolf]]?<br />Etymology: Formation like [[ὄσσα]], [[γλῶσσα]], [[αἶσα]] a. o., so first a [[moviertes]] fern., though verbal connection is possible (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); further uncertain. Since F. Hartmann KZ 54, 287ff. usually explained as "the she-wolf" and identified with Skt. <b class="b2">vr̥kī́ḥ</b>, OWNo. [[ylgr]] <b class="b2">id.</b>; cf. Porzig Satzinhalte 349 f. ("the demoness, which makes the dog to a wolf, is herself a she-wolf"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; slightly reserved Risch ̨ 50b and Schwyzer; acc. to Wackernagel-Debrunner 3, 171 rather abstract like [[φύζα]]. Rejected by Specht Ursprung 344 (a. 387), who connects Skt. <b class="b2">rúc-</b> f. [[light]] (the rage is called after the sparkling eyes) and like Lagercrantz Lautgesch. 88 f. reminds of the expression <b class="b3">λευκαῖς φρασίν</b> (Pi. P. 4, 194), <b class="b3">λευκαὶ φρένες μαινόμεναι</b> H. (quite diff. F. Hartmann KZ 60, 223); thus Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; to [[λευκός]] a. rel. also Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''λύσσα''': {lússa}<br />'''Forms''': att. [[λύττα]]<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wut]], [[Raserei]], [[Tollheit]] (vorw. ep. poet. seit Il.), [[Hundswut]] (X., Arist. u. a.).<br />'''Composita''' : Einige Kompp., z.B. [[λυσσομανής]] [[toll aus Wut]] (''AP''), [[ἄλυσσος]] ’λυσσα heilend’ (Paus.), [[ἄλυσσον]] n. N. einer Pflanze, deren Same als Mittel gegen die Hundswut gebraucht wurde (Strömberg Pflanzennamen 91).<br />'''Derivative''': Davon [[λυσσάς]] f. [[wütend]], [[rasend]] (E. in lyr. u.a.), [[λυσσώδης]] (Ν 53 u.a.), -αλέος (A. R., Man.), -[[ήρης]] (Orph., Man.), -ήεις (H.) ib.; [[λυσσηδόν]] Adv. (Opp.). Denominative Verba: 1. [[λυσσάω]], -ττάω [[wüten]], [[rasen]], [[toll sein]] (Hdt., Ar., S., Pl. usw.) mit [[λυσσητήρ]] Beiw. von [[κύων]] (Θ 299; ähnlich ''AP'' 5, 265; zur Bed. Benveniste Noms d’agent 37), und [[λυσσητής]], dor. -ατάς (''Anth''.) [[Wüterich]], [[Rasender]], [[λυσσητικός]] [[wütend]], [[toll]] (Ael.), -ήματα pl. [[Wutanfälle]] (E.); 2. [[λυσσαίνω]] [[wüten]], [[rasen]] (S.); 3. λυσσόομαι [[wütend werden]] (Ps.-Phok.).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[ὄσσα]], [[γλῶσσα]], [[αἶσα]] u. a., somit zunächst ein moviertes Fern., obwohl auch verbale Beziehung möglich ist (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); im übrigen nicht sicher erklärt. Seit F. Hartmann KZ 54, 287ff. gewöhnlich als "die Wölfin" erklärt und mit aind. ''vr̥kī́ḥ'', awno. ''ylgr'' ib. gleichgesetzt; vgl. noch Porzig Satzinhalte 349 f. ("die Dämonin, die den Hund zum Wolfe macht, ist selbst eine Wölfin"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; etwas zurückhaltend Risch ̨ 50b und Schwyzer a.a.O.; nach Wackernagel-Debrunner 3, 171 eher Abstrakt wie [[φύζα]]. Ablehnend Specht Ursprung 344 (u. 387), der an aind. ''rúc''- f. [[Licht]] anknüpft (die Wut sei nach den funkelnden Augen benannt) und wie Lagercrantz Lautgesch. 88 f. an den Ausdruck λευκαῖς [[φρασίν]] (Pi. ''P''. 4, 194), λευκαὶ φρένες· μαινόμεναι H. (ganz anders F. Hartmann KZ 60, 223) erinnert; zustimmend Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; zu [[λευκός]] u. Verw. auch Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff. — Eine veraltete Deutung (Fick, Hoffmann) wird von Bq (und WP. 2, 415) abgewiesen.<br />'''Page''' 2,147
|ftr='''λύσσα''': {lússa}<br />'''Forms''': att. [[λύττα]]<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wut]], [[Raserei]], [[Tollheit]] (vorw. ep. poet. seit Il.), [[Hundswut]] (X., Arist. u. a.).<br />'''Composita''' : Einige Kompp., z.B. [[λυσσομανής]] [[toll aus Wut]] (''AP''), [[ἄλυσσος]] ’λυσσα heilend’ (Paus.), [[ἄλυσσον]] n. N. einer Pflanze, deren Same als Mittel gegen die Hundswut gebraucht wurde (Strömberg Pflanzennamen 91).<br />'''Derivative''': Davon [[λυσσάς]] f. [[wütend]], [[rasend]] (E. in lyr. u.a.), [[λυσσώδης]] (Ν 53 u.a.), -αλέος (A. R., Man.), -[[ήρης]] (Orph., Man.), -ήεις (H.) ib.; [[λυσσηδόν]] Adv. (Opp.). Denominative Verba: 1. [[λυσσάω]], -ττάω [[wüten]], [[rasen]], [[toll sein]] (Hdt., Ar., S., Pl. usw.) mit [[λυσσητήρ]] Beiw. von [[κύων]] (Θ 299; ähnlich ''AP'' 5, 265; zur Bed. Benveniste Noms d’agent 37), und [[λυσσητής]], dor. -ατάς (''Anth''.) [[Wüterich]], [[Rasender]], [[λυσσητικός]] [[wütend]], [[toll]] (Ael.), -ήματα pl. [[Wutanfälle]] (E.); 2. [[λυσσαίνω]] [[wüten]], [[rasen]] (S.); 3. λυσσόομαι [[wütend werden]] (Ps.-Phok.).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[ὄσσα]], [[γλῶσσα]], [[αἶσα]] u. a., somit zunächst ein moviertes Fern., obwohl auch verbale Beziehung möglich ist (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); im übrigen nicht sicher erklärt. Seit F. Hartmann KZ 54, 287ff. gewöhnlich als "die Wölfin" erklärt und mit aind. ''vr̥kī́ḥ'', awno. ''ylgr'' ib. gleichgesetzt; vgl. noch Porzig Satzinhalte 349 f. ("die Dämonin, die den Hund zum Wolfe macht, ist selbst eine Wölfin"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; etwas zurückhaltend Risch ̨ 50b und Schwyzer a.a.O.; nach Wackernagel-Debrunner 3, 171 eher Abstrakt wie [[φύζα]]. Ablehnend Specht Ursprung 344 (u. 387), der an aind. ''rúc''- f. [[Licht]] anknüpft (die Wut sei nach den funkelnden Augen benannt) und wie Lagercrantz Lautgesch. 88 f. an den Ausdruck λευκαῖς [[φρασίν]] (Pi. ''P''. 4, 194), λευκαὶ φρένες· μαινόμεναι H. (ganz anders F. Hartmann KZ 60, 223) erinnert; zustimmend Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; zu [[λευκός]] u. Verw. auch Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff. — Eine veraltete Deutung (Fick, Hoffmann) wird von Bq (und WP. 2, 415) abgewiesen.<br />'''Page''' 2,147
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[frenzy]], [[madness]], [[transport of madness]]
|woodrun=[[frenzy]], [[madness]], [[transport of madness]]
}}
}}