Anonymous

καθάριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[καθάριος]], -ον, Α και [[καθάρειος]], -ον)<br />[[καθαρός]], [[παστρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σίγουρος]], [[αναπόφευκτος]], αυτός που με απόλυτη [[βεβαιότητα]] θα συμβεί («[[αφύσικος]] [[πραματευτής]] [[καθάριος]] [[διακονιάρης]]» — αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα, παροιμ.)<br /><b>2.</b> [[τέλειος]], [[αψεγάδιαστος]], [[ανεπίληπτος]] («[[κλέφτης]] [[άπιαστος]], [[καθάριος]] [[νοικοκύρης]]» — ο [[κλέφτης]] που διαφεύγει τη [[σύλληψη]] μπορεί να παριστάνει τον αψεγάδιαστο νοικοκύρη, παροιμ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπερός]], [[αστραφτερός]], [[ξάστερος]], [[διαυγής]] («[[καθάριος]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]] («καθάρια [[λόγια]]»)<br /><b>3.</b> [[επίπεδος]], [[ίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εξαγνισμένος, [[αγνός]]<br /><b>2.</b> [[αθώος]]<br /><b>3.</b> [[άπειρος]]<br /><b>4.</b> [[διορατικός]]<br /><b>5.</b> απαλλαγμένος<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάριον</i><br />η [[διαύγεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] («καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[κομψός]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[απλός]], [[αγνός]], [[αμιγής]] («καθάρειον όνομα»)<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. στον συγκρ. ως ουσ.) <i>οι καθαρειότεροι</i><br />οι ευπρεπείς, οι σεβάσμιοι άνδρες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ καθάρειον</i><br />το εύγευστο της τροφής, η [[νοστιμιά]]<br />β) <i>τὸ καθάριον</i><br />ιατρικό καθαρτικό<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ καθάρειοι</i><br />αυτοί που χρησιμοποιούν καθαρή [[γλώσσα]], ακριβολόγοι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[καθάρειος]] [[ἄρτος]]» — ο [[λευκός]] [[άρτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθάρια</i> (Α καθαρείως και καθαρίως, Μ καθάρια)<br /><b>1.</b> με [[καθαριότητα]], [[καθαρά]], παστρικά, ευπρεπώς<br /><b>2.</b> με [[σαφήνεια]], ευκρινώς («καθαρείως ὑποδεῑξαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα, ολοφάνερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εντελώς, [[πέρα]] για [[πέρα]]<br /><b>2.</b> αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κομψά, με [[χάρη]] («καθαρείως εἰργασμένος» Φίλ.)<br /><b>2.</b> λιτά, οικονομικά («μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως»)<br /><b>3.</b> άψογα, άμεμπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθάρειος]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i><br />[[είναι]] αβέβαιο αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό [[προς]] το <i>ἀστ</i>-<i>εῑος</i>. Ο τ. [[καθάριος]] μπορεί να οφείλεται σε ιωτακισμό].
|mltxt=-α, -ο (AM [[καθάριος]], -ον, Α και [[καθάρειος]], -ον)<br />[[καθαρός]], [[παστρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σίγουρος]], [[αναπόφευκτος]], αυτός που με απόλυτη [[βεβαιότητα]] θα συμβεί («[[αφύσικος]] [[πραματευτής]] [[καθάριος]] [[διακονιάρης]]» — αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα, παροιμ.)<br /><b>2.</b> [[τέλειος]], [[αψεγάδιαστος]], [[ανεπίληπτος]] («[[κλέφτης]] [[άπιαστος]], [[καθάριος]] [[νοικοκύρης]]» — ο [[κλέφτης]] που διαφεύγει τη [[σύλληψη]] μπορεί να παριστάνει τον αψεγάδιαστο νοικοκύρη, παροιμ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπερός]], [[αστραφτερός]], [[ξάστερος]], [[διαυγής]] («[[καθάριος]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> [[ξεκάθαρος]], [[σαφής]] («καθάρια [[λόγια]]»)<br /><b>3.</b> [[επίπεδος]], [[ίσιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εξαγνισμένος, [[αγνός]]<br /><b>2.</b> [[αθώος]]<br /><b>3.</b> [[άπειρος]]<br /><b>4.</b> [[διορατικός]]<br /><b>5.</b> απαλλαγμένος<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάριον</i><br />η [[διαύγεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]] («καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτός]], [[κομψός]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[απλός]], [[αγνός]], [[αμιγής]] («καθάρειον όνομα»)<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. στον συγκρ. ως ουσ.) <i>οι καθαρειότεροι</i><br />οι ευπρεπείς, οι σεβάσμιοι άνδρες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ καθάρειον</i><br />το εύγευστο της τροφής, η [[νοστιμιά]]<br />β) <i>τὸ καθάριον</i><br />ιατρικό καθαρτικό<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ καθάρειοι</i><br />αυτοί που χρησιμοποιούν καθαρή [[γλώσσα]], ακριβολόγοι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[καθάρειος]] [[ἄρτος]]» — ο [[λευκός]] [[άρτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθάρια</i> (Α καθαρείως και καθαρίως, Μ καθάρια)<br /><b>1.</b> με [[καθαριότητα]], [[καθαρά]], παστρικά, ευπρεπώς<br /><b>2.</b> με [[σαφήνεια]], ευκρινώς («καθαρείως ὑποδεῖξαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα, ολοφάνερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> εντελώς, [[πέρα]] για [[πέρα]]<br /><b>2.</b> αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κομψά, με [[χάρη]] («καθαρείως εἰργασμένος» Φίλ.)<br /><b>2.</b> λιτά, οικονομικά («μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως»)<br /><b>3.</b> άψογα, άμεμπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθάρειος]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i><br />[[είναι]] αβέβαιο αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό [[προς]] το <i>ἀστ</i>-<i>εῑος</i>. Ο τ. [[καθάριος]] μπορεί να οφείλεται σε ιωτακισμό].
}}
}}
{{lsm
{{lsm