Anonymous

κόνις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  24 May 2022
m
Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι"
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[κόνις]], -ιος, Α αττ. τ. -εως και -εος)<br />[[σκόνη]] («[[κόνις]] δὲ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ' ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(τεχνολ. -μεταλργ.) [[στερεά]] [[ουσία]] που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]] («κατακρύπτει δ' ού [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αναρίθμητο [[πλήθος]] («οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμεθός τε [[κόνις]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέφρα]], [[στάχτη]]<br /><b>4.</b> άχρηστο κονιορτώδες [[υπόλειμμα]], μηδαμινή ύλη («[[οὔτε]] ἡ ξανθὴ [[κόμη]], [[οὔτε]]... [[ἐρύθημα]] ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν... ἀλλὰ [[πάντα]] μία ἡμῖν [[κόνις]], φασί, [[κρανία]] [[γυμνά]] τοῦ κάλλους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> λεπτή [[σκόνη]] με την οποία επιπάσσονταν οι παλαιστές, [[αφού]] είχαν αλειφτεί με [[λάδι]] («τήν [[μέντοι]] κόνιν ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]] χρησίμην οἰόμεθα [[εἶναι]], ὡς μὴ διολισθαίνοιεν συμπλεκόμενοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ασβέστης]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόνις]] αιθαλόεσσα» — [[σκόνη]] ανάμικτη με [[αιθάλη]], με [[καπνιά]], την οποία έριχναν στο [[κεφάλι]] ως [[έκφραση]] βαρύτατου πένθους<br />β) «[[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]]» — [[χρυσόσκονη]], [[σκόνη]] από χρυσό ή από [[άλλο]] χρυσόχρωμο [[μέταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε σιγμόληκτο θ. <i>κονισ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κονίσ</i>-<i>αλος</i>), που φαίνεται να εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kon</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ken</i>- «[[ξύνω]], γρατζουνίζω, [[τρίβω]]», συνδεόμενη με λατ. <i>cinis</i>, -<i>eris</i> «[[σκόνη]]» και πιθ. με τις λ. [[κναίω]], <i>κνῶ</i> «[[ξύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κονία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονέω]], [[κονίζω]], [[κόνιος]], [[κονίω]], [[κονιώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κονιορτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονιβατία]], [[κονίπους]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κονίσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κονιοποιώ]], [[κονιοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[χρυσόκονις]].
|mltxt=η (ΑM [[κόνις]], -ιος, Α αττ. τ. -εως και -εος)<br />[[σκόνη]] («[[κόνις]] δὲ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(τεχνολ. -μεταλργ.) [[στερεά]] [[ουσία]] που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]] («κατακρύπτει δ' ού [[κόνις]] συγγόνων κεδνὰν [[χάριν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αναρίθμητο [[πλήθος]] («οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμεθός τε [[κόνις]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέφρα]], [[στάχτη]]<br /><b>4.</b> άχρηστο κονιορτώδες [[υπόλειμμα]], μηδαμινή ύλη («[[οὔτε]] ἡ ξανθὴ [[κόμη]], [[οὔτε]]... [[ἐρύθημα]] ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν... ἀλλὰ [[πάντα]] μία ἡμῖν [[κόνις]], φασί, [[κρανία]] [[γυμνά]] τοῦ κάλλους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> λεπτή [[σκόνη]] με την οποία επιπάσσονταν οι παλαιστές, [[αφού]] είχαν αλειφτεί με [[λάδι]] («τήν [[μέντοι]] κόνιν ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]] χρησίμην οἰόμεθα [[εἶναι]], ὡς μὴ διολισθαίνοιεν συμπλεκόμενοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ασβέστης]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόνις]] αιθαλόεσσα» — [[σκόνη]] ανάμικτη με [[αιθάλη]], με [[καπνιά]], την οποία έριχναν στο [[κεφάλι]] ως [[έκφραση]] βαρύτατου πένθους<br />β) «[[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]]» — [[χρυσόσκονη]], [[σκόνη]] από χρυσό ή από [[άλλο]] χρυσόχρωμο [[μέταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε σιγμόληκτο θ. <i>κονισ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κονίσ</i>-<i>αλος</i>), που φαίνεται να εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kon</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ken</i>- «[[ξύνω]], γρατζουνίζω, [[τρίβω]]», συνδεόμενη με λατ. <i>cinis</i>, -<i>eris</i> «[[σκόνη]]» και πιθ. με τις λ. [[κναίω]], <i>κνῶ</i> «[[ξύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κονία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονέω]], [[κονίζω]], [[κόνιος]], [[κονίω]], [[κονιώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κονιορτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονιβατία]], [[κονίπους]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κονίσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κονιοποιώ]], [[κονιοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[χρυσόκονις]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm