Anonymous

μέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μέμφομαι]], Μ και μέφομαι και μέμφω)<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[κατακρίνω]], καταφέρομαι [[εναντίον]] κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεμψιμοιρώ]], έχω παράπονα με τη [[μοίρα]] μου<br /><b>3.</b> έχω παράπονα [[εναντίον]] κάποιου, δεν [[είμαι]] ικανοποιημένος από κάποιον («[[μέμφομαι]] ἡμῖν λογισαμένοις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως παθ.) κατηγορούμαι από κάποιον, [[υφίσταμαι]] [[μομφή]] («τῆς μεμφθείσης ὑπολήψεως», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐμέμφθη», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. με δικανική σημ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>memb</i><sup>h</sup>- «[[κρίνω]], [[κατακρίνω]]» και συνδέεται πιθ. με γοτθ. <i>bimampjan</i> «[[περιγελώ]], [[χλευάζω]], [[υβρίζω]]» (με ανερμήνευτο -<i>p</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>mebul</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεμπτός]], [[μέμψη]], [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέμφειρα]], [[μεμφητός]], [[μεμφωλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμέμφομαι]], [[καταμέμφομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμέμφομαι]], [[απομέμφομαι]], [[διαμέμφομαι]], [[προσμέμφομαι]], [[υπομέμφομαι]]].
|mltxt=(ΑM [[μέμφομαι]], Μ και μέφομαι και μέμφω)<br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[κατακρίνω]], καταφέρομαι [[εναντίον]] κάποιου («μεμψομένους τοῖσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεμψιμοιρώ]], έχω παράπονα με τη [[μοίρα]] μου<br /><b>3.</b> έχω παράπονα [[εναντίον]] κάποιου, δεν [[είμαι]] ικανοποιημένος από κάποιον («[[μέμφομαι]] ἡμῖν λογισαμένοις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως παθ.) κατηγορούμαι από κάποιον, [[υφίσταμαι]] [[μομφή]] («τῆς μεμφθείσης ὑπολήψεως», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐμέμφθη», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. με δικανική σημ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>memb</i><sup>h</sup>- «[[κρίνω]], [[κατακρίνω]]» και συνδέεται πιθ. με γοτθ. <i>bimampjan</i> «[[περιγελώ]], [[χλευάζω]], [[υβρίζω]]» (με ανερμήνευτο -<i>p</i>-) και αρχ. ιρλδ. <i>mebul</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεμπτός]], [[μέμψη]], [[μομφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέμφειρα]], [[μεμφητός]], [[μεμφωλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμέμφομαι]], [[καταμέμφομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμέμφομαι]], [[απομέμφομαι]], [[διαμέμφομαι]], [[προσμέμφομαι]], [[υπομέμφομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm