Anonymous

αίνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 May 2022
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἶνος]]) <b>(Εκκλ.)</b><br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οι αίνοι</i><br /><b>1.</b> οι τελευταίοι ψαλμοί του Δαβίδ με το [[συχνά]] επαναλαμβανόμενο «αἰνεῑται τὸν Κύριον»<br /><b>2.</b> το τελευταίο [[μέρος]] του όρθρου, το οποίο ακολουθεί η [[δοξολογία]] (<b>βλ.</b> και <i>Αίνοι</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως παλαιά ποιητική και ιωνική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[λόγος]], [[διήγηση]], [[ιστορία]], [[παραμύθι]]<br /><b>2.</b> [[διδακτική]] [[διήγηση]], [[μύθος]]<br /><b>3.</b> [[ρήση]], [[παροιμία]]<br /><b>4.</b> (στους Αττικούς) [[έπαινος]], [[εξύμνηση]], [[εγκώμιο]]<br /><b>5.</b> [[έγκριση]], [[απόφαση]]<br />«[[αἶνος]] τῶν Ἀχαιῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό ενός αμάρτυρου ρ. <i>αἴνομαι</i> («[[βεβαιώνω]], [[δέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]]»), που προϋποτίθεται για την [[ερμηνεία]] της παραγωγής του ρ. <i>ἀν</i>-<i>αίνομαι</i> «[[αρνούμαι]], δεν [[δέχομαι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>αἴνομαι</i> πρβλ. [[ἀνανεύω]])<br />[[ήτοι]] <i>αἴνομαι</i> - [[αἶνος]], όπως [[αἴθω]] -[[αἶθος]] / <i>αἰθὸς</i> <b>κ.τ.ό.</b> Ως [[προς]] τη [[ρίζα]] της λ., πιθ. να ανάγεται στο ΙΕ <i>αί</i>- «[[σημαντικός]] [[λόγος]]», όπου ανάγονται και λέξεις ΙΕ γλωσσών που σημαίνουν τον «όρκο» (πρβλ. γερμ. <i>Eid</i>, αγγλ. <i>oath</i>). Η λ. [[αἶνος]] από τη γενική [[σημασία]] του «λόγου», της «διηγήσεως» εξελίχθηκε στη σημ. του «επαινετικού λόγου», του «επαίνου», σε [[αντίθεση]] με το ομόρριζο [[αἴνη]], που δήλωνε αρχικά τον «σημαντικό λόγο», [[προτού]] καταλήξει κι αυτό στη σημ. της «φήμης» και του «επαίνου», [[καθώς]] και [[προς]] την ομόρριζη λ. [[αἴνιγμα]] που δήλωνε τον «σκοτεινό λόγο» και γι' αυτό δυσνόητο, αμφίσημο και αινιγματικό, <b>βλ.</b> και λ. [[έπος]], [[μύθος]], [[λόγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αινώ]], <b>αρχ.</b> [[αἰνίζομαι]], [[αἰνίσσομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἰνοποιῶ</i> <b>μσν.</b> <i>αἰνύρυτα</i>].
|mltxt=ο (Α [[αἶνος]]) <b>(Εκκλ.)</b><br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οι αίνοι</i><br /><b>1.</b> οι τελευταίοι ψαλμοί του Δαβίδ με το [[συχνά]] επαναλαμβανόμενο «αἰνεῖται τὸν Κύριον»<br /><b>2.</b> το τελευταίο [[μέρος]] του όρθρου, το οποίο ακολουθεί η [[δοξολογία]] (<b>βλ.</b> και <i>Αίνοι</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως παλαιά ποιητική και ιωνική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[λόγος]], [[διήγηση]], [[ιστορία]], [[παραμύθι]]<br /><b>2.</b> [[διδακτική]] [[διήγηση]], [[μύθος]]<br /><b>3.</b> [[ρήση]], [[παροιμία]]<br /><b>4.</b> (στους Αττικούς) [[έπαινος]], [[εξύμνηση]], [[εγκώμιο]]<br /><b>5.</b> [[έγκριση]], [[απόφαση]]<br />«[[αἶνος]] τῶν Ἀχαιῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό ενός αμάρτυρου ρ. <i>αἴνομαι</i> («[[βεβαιώνω]], [[δέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]]»), που προϋποτίθεται για την [[ερμηνεία]] της παραγωγής του ρ. <i>ἀν</i>-<i>αίνομαι</i> «[[αρνούμαι]], δεν [[δέχομαι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>αἴνομαι</i> πρβλ. [[ἀνανεύω]])<br />[[ήτοι]] <i>αἴνομαι</i> - [[αἶνος]], όπως [[αἴθω]] -[[αἶθος]] / <i>αἰθὸς</i> <b>κ.τ.ό.</b> Ως [[προς]] τη [[ρίζα]] της λ., πιθ. να ανάγεται στο ΙΕ <i>αί</i>- «[[σημαντικός]] [[λόγος]]», όπου ανάγονται και λέξεις ΙΕ γλωσσών που σημαίνουν τον «όρκο» (πρβλ. γερμ. <i>Eid</i>, αγγλ. <i>oath</i>). Η λ. [[αἶνος]] από τη γενική [[σημασία]] του «λόγου», της «διηγήσεως» εξελίχθηκε στη σημ. του «επαινετικού λόγου», του «επαίνου», σε [[αντίθεση]] με το ομόρριζο [[αἴνη]], που δήλωνε αρχικά τον «σημαντικό λόγο», [[προτού]] καταλήξει κι αυτό στη σημ. της «φήμης» και του «επαίνου», [[καθώς]] και [[προς]] την ομόρριζη λ. [[αἴνιγμα]] που δήλωνε τον «σκοτεινό λόγο» και γι' αυτό δυσνόητο, αμφίσημο και αινιγματικό, <b>βλ.</b> και λ. [[έπος]], [[μύθος]], [[λόγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αινώ]], <b>αρχ.</b> [[αἰνίζομαι]], [[αἰνίσσομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἰνοποιῶ</i> <b>μσν.</b> <i>αἰνύρυτα</i>].
}}
}}