Anonymous

κορυβαντιώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κορυβαντιῶ, -άω (Α) [[Κορύβας]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[έξαλλος]] από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε [[καρδία]] πηδᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κορυβαντιώ]] [[περί]] τι» — [[μαίνομαι]], [[είμαι]] [[μανιακός]], ξετρελαμένος με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[παλεύω]] με τον ύπνο, κουτουλάω από τη [[νύστα]], [[κατανεύω]] και αιφνίδια [[σηκώνω]] [[πάλι]] το [[κεφάλι]] («ἀλλ' ή παραφρονεῑς ἐτεὸν ἢ κορυβαντιᾷς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοιμάμαι]] με ανοιχτά τα μάτια.
|mltxt=κορυβαντιῶ, -άω (Α) [[Κορύβας]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[έξαλλος]] από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾶλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε [[καρδία]] πηδᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κορυβαντιώ]] [[περί]] τι» — [[μαίνομαι]], [[είμαι]] [[μανιακός]], ξετρελαμένος με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[παλεύω]] με τον ύπνο, κουτουλάω από τη [[νύστα]], [[κατανεύω]] και αιφνίδια [[σηκώνω]] [[πάλι]] το [[κεφάλι]] («ἀλλ' ή παραφρονεῖς ἐτεὸν ἢ κορυβαντιᾷς;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοιμάμαι]] με ανοιχτά τα μάτια.
}}
}}