Anonymous

οικόσιτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[οἰκόσιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει και τρέφεται [[μέσα]] στο [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται στο [[σπίτι]] του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῦντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ' [[οἰκόσιτος]] [[εἶναι]] τηλικοῦτος ὤν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] [[αμισθί]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει πληρωθεί για [[κάτι]], [[απλήρωτος]]<br /><b>4.</b> (για στρατιώτη) αυτός που σιτίζεται με δική του [[μέριμνα]] («ἑτέρους δὲ μύριους ὑπισχνεῑται καταφράκτους καὶ τρισμυρίους πεζοὺς οἰκοσίτους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που τρώει [[συνήθως]] δωρεάν, [[παράσιτος]]<br /><b>6.</b> (για ποντικό) αυτός που έχει τη [[φωλιά]] του [[μέσα]] στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρουραίο<br /><b>7.</b> αυτός που καταστρέφει ή σφετερίζεται την οικογενειακή [[περιουσία]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οἰκόσιτος]] [[νυμφίος]]» — ο [[γαμπρός]] που δεν έπαιρνε [[προίκα]] ή [[μερίδιο]] κληρονομιάς ή που δεν ενδιαφερόταν για την [[προίκα]]<br />β) «[[οἰκόσιτος]] [[γάμος]]» — [[γάμος]] που τελούνταν σε στενό οικογεναικό κύκλο<br />γ) «οἰκόσιτον μισθοῦμαι» — [[προσλαμβάνω]] υπηρέτη με [[μισθό]] πληρώνοντας και το [[φαγητό]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[σίτος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>σιτος</i>, <i>μετριό</i>-<i>σιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[οἰκόσιτος]], -ον)<br />αυτός που ζει και τρέφεται [[μέσα]] στο [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέφεται στο [[σπίτι]] του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῦντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ' [[οἰκόσιτος]] [[εἶναι]] τηλικοῦτος ὤν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] [[αμισθί]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει πληρωθεί για [[κάτι]], [[απλήρωτος]]<br /><b>4.</b> (για στρατιώτη) αυτός που σιτίζεται με δική του [[μέριμνα]] («ἑτέρους δὲ μύριους ὑπισχνεῖται καταφράκτους καὶ τρισμυρίους πεζοὺς οἰκοσίτους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που τρώει [[συνήθως]] δωρεάν, [[παράσιτος]]<br /><b>6.</b> (για ποντικό) αυτός που έχει τη [[φωλιά]] του [[μέσα]] στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρουραίο<br /><b>7.</b> αυτός που καταστρέφει ή σφετερίζεται την οικογενειακή [[περιουσία]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οἰκόσιτος]] [[νυμφίος]]» — ο [[γαμπρός]] που δεν έπαιρνε [[προίκα]] ή [[μερίδιο]] κληρονομιάς ή που δεν ενδιαφερόταν για την [[προίκα]]<br />β) «[[οἰκόσιτος]] [[γάμος]]» — [[γάμος]] που τελούνταν σε στενό οικογεναικό κύκλο<br />γ) «οἰκόσιτον μισθοῦμαι» — [[προσλαμβάνω]] υπηρέτη με [[μισθό]] πληρώνοντας και το [[φαγητό]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[σίτος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>σιτος</i>, <i>μετριό</i>-<i>σιτος</i>].
}}
}}