Anonymous

ρόμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥόμβος]], ΝΜΑ, και [[ῥύμβος]] Α<br /><b>1.</b> παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις [[τέσσερεις]] πλευρές του ίσες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ψαριών<br /><b>3.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] της σβούρας<br /><b>4.</b> ρομβοειδές [[τμήμα]] ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε [[χειρολαβή]] από τη μία επιμήκη [[γωνία]] του ώστε, όταν περιστρέφεται με [[ταχύτητα]], να αναδίδει ήχο που μοιάζει με μυκηθμό και το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την [[αρχαιότητα]] ώς [[σήμερα]] σε διάφορες λατρευτικές τελετές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις τριανταδύο διαιρέσεις του ανεμολογίου της πυξίδας<br /><b>2.</b> μικρό στρογγυλό [[τμήμα]] μηχανής ή εργαλείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρόμβος]] [[ιερός]]» και «[[ρόμβος]] [[οσφυϊκός]]» — δύο αβαθή ρομβοειδή εντυπώματα στο [[δέρμα]] της οσφυϊκής χώρας της Ράχης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] κυκλοτερές περιστρεφόμενο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> [[τροχίσκος]] από [[ξύλο]], πολύτιμο [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] υλικό, κρεμασμένος από [[κλωστή]], που με την [[περιστροφή]] του έκανε [[βόμβο]] και αποτελούσε [[τελετουργικό]] όργανο σε μυστήρια («ῥόμβων θ' εἱλισσομένα [[κύκλιος]] [[ἔνοσις]] αἰθερία», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[τροχός]], περιστρεφόμενος με τη [[βοήθεια]] λεπτού σχοινιού, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε μαγικές τελετές («χὡς δινεῑθ<br />ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὥς [[τῆνος]] δινοῑτο ποθ' ἀμφοτέραισι θύραισιν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρό [[τύμπανο]] στη [[λατρεία]] της Ρέας και του Διονύσου («στρεπτὸν Βασσαρικοῡ ῥόμβον θιάσοιο», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> το ανδρικό [[μόριο]], το [[πέος]]<br /><b>6.</b> σφοδρή περιστροφική [[κίνηση]], [[περιδίνηση]] («αἰετοῦ ῥόμβον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> η [[κίνηση]] τών πλανητών και του Ηλίου («ῥόμβον ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>8.</b> η [[φορά]], η [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων<br /><b>9.</b> [[είδος]] χειρουργικού επιδέσμου<br /><b>10.</b> [[διακόσμηση]] ενυφασμένη σε [[σχήμα]] ρόμβου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥόμβος]] [[στερεός]]» — το ρομβοειδές στερεό<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ῥόμβος</i><br />ο [[ποταμός]] Έβρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥόμβος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥομβ</i>- του <i>ῥέμβομαι</i> «περιφέρομαι» με σημ. «κυκλοτερές [[σώμα]] κρεμασμένο από [[κλωστή]] το οποίο περιστρεφόταν», απ' όπου η σημ. «σφοδρή, περιστροφική [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[περιδίνηση]]». Η λ. [[ρόμβος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[είδος]] γεωμετρικού σχήματος με [[τέσσερεις]] παράλληλες γραμμές ίσες λόγω της ομοιότητας του σχήματος [[αυτού]] με το κυκλοτερές [[σώμα]] που περιστρεφόταν. Ο [[παράλληλος]] τ. του [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], πιθ. [[αττικός]], εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>υ</i>- που οφείλεται πιθ. σε ιδιαίτερη φωνητική [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>ῥοφῶ</i>: <i>ῥυφῶ</i>) και όχι στη [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ῥυβός]] «[[κυρτός]], [[στρεβλός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ῥυβόν</i>)].
|mltxt=[[ῥόμβος]], ΝΜΑ, και [[ῥύμβος]] Α<br /><b>1.</b> παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις [[τέσσερεις]] πλευρές του ίσες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ψαριών<br /><b>3.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] της σβούρας<br /><b>4.</b> ρομβοειδές [[τμήμα]] ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε [[χειρολαβή]] από τη μία επιμήκη [[γωνία]] του ώστε, όταν περιστρέφεται με [[ταχύτητα]], να αναδίδει ήχο που μοιάζει με μυκηθμό και το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την [[αρχαιότητα]] ώς [[σήμερα]] σε διάφορες λατρευτικές τελετές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις τριανταδύο διαιρέσεις του ανεμολογίου της πυξίδας<br /><b>2.</b> μικρό στρογγυλό [[τμήμα]] μηχανής ή εργαλείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρόμβος]] [[ιερός]]» και «[[ρόμβος]] [[οσφυϊκός]]» — δύο αβαθή ρομβοειδή εντυπώματα στο [[δέρμα]] της οσφυϊκής χώρας της Ράχης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] κυκλοτερές περιστρεφόμενο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> [[τροχίσκος]] από [[ξύλο]], πολύτιμο [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] υλικό, κρεμασμένος από [[κλωστή]], που με την [[περιστροφή]] του έκανε [[βόμβο]] και αποτελούσε [[τελετουργικό]] όργανο σε μυστήρια («ῥόμβων θ' εἱλισσομένα [[κύκλιος]] [[ἔνοσις]] αἰθερία», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[τροχός]], περιστρεφόμενος με τη [[βοήθεια]] λεπτού σχοινιού, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε μαγικές τελετές («χὡς δινεῖθ<br />ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὥς [[τῆνος]] δινοῑτο ποθ' ἀμφοτέραισι θύραισιν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρό [[τύμπανο]] στη [[λατρεία]] της Ρέας και του Διονύσου («στρεπτὸν Βασσαρικοῡ ῥόμβον θιάσοιο», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> το ανδρικό [[μόριο]], το [[πέος]]<br /><b>6.</b> σφοδρή περιστροφική [[κίνηση]], [[περιδίνηση]] («αἰετοῦ ῥόμβον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> η [[κίνηση]] τών πλανητών και του Ηλίου («ῥόμβον ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>8.</b> η [[φορά]], η [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων<br /><b>9.</b> [[είδος]] χειρουργικού επιδέσμου<br /><b>10.</b> [[διακόσμηση]] ενυφασμένη σε [[σχήμα]] ρόμβου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥόμβος]] [[στερεός]]» — το ρομβοειδές στερεό<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ῥόμβος</i><br />ο [[ποταμός]] Έβρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥόμβος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥομβ</i>- του <i>ῥέμβομαι</i> «περιφέρομαι» με σημ. «κυκλοτερές [[σώμα]] κρεμασμένο από [[κλωστή]] το οποίο περιστρεφόταν», απ' όπου η σημ. «σφοδρή, περιστροφική [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[περιδίνηση]]». Η λ. [[ρόμβος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[είδος]] γεωμετρικού σχήματος με [[τέσσερεις]] παράλληλες γραμμές ίσες λόγω της ομοιότητας του σχήματος [[αυτού]] με το κυκλοτερές [[σώμα]] που περιστρεφόταν. Ο [[παράλληλος]] τ. του [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], πιθ. [[αττικός]], εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>υ</i>- που οφείλεται πιθ. σε ιδιαίτερη φωνητική [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>ῥοφῶ</i>: <i>ῥυφῶ</i>) και όχι στη [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ῥυβός]] «[[κυρτός]], [[στρεβλός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ῥυβόν</i>)].
}}
}}