3,273,754
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρείσσων]] και [[κρείττων]], -ον (AM, Α ιων. τ. [[κρέσσων]], -ον, δωρ. τ. [[κάρρων]], -ον, κρητ. τ [[κάρτων]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλύτερος]], [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη [[θέση]], την [[αξία]] κ.λπ. ( | |mltxt=[[κρείσσων]] και [[κρείττων]], -ον (AM, Α ιων. τ. [[κρέσσων]], -ον, δωρ. τ. [[κάρρων]], -ον, κρητ. τ [[κάρτων]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλύτερος]], [[ανώτερος]] ως [[προς]] τη [[θέση]], την [[αξία]] κ.λπ. («νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρείσσονα</i> ή <i>κρείττονα</i> ή <i>κρείσσω</i><br />τα υψηλότερα πράγματα, οι υψηλότερες ιδέες («[[ἀλλά]] καὶ διὰ γυναικός πηγάζει τὰ κρείττονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυνατότερος ως [[προς]] τη μυϊκή [[δύναμη]] («ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] κρείσσονας λύκους κυνῶν [[εἶναι]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] σε [[μάχη]]) αυτός που έχει μεγαλύτερη ισχύ, ισχυρότερος («[[κρείσσων]] γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που νικά, που υπερισχύει<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που υπερέχει, [[υπέρτερος]] (α. «κρεῑσσον [[θέαμα]] δεργμάτων ἐφαίνετο», <b>Ευρ.</b><br />β. «κρεῑσσον λόγου τὸ [[κάλλος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που του αξίζει μεγαλύτερη [[τιμωρία]] («οἷν ἐμοὶ δυοῑν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πράγματα και αφηρημένες έννοιες, όπως επιθυμίες, [[πάθη]] <b>κ.λπ.</b>) [[εγκρατής]] («[[κρείσσων]] ἡδονῶν», Δημόκρ.)<br /><b>7.</b> (με απρμφ.) καταλληλότερος να κάνει [[κάτι]] («[[τόξον]] μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμοῑο [[κρείσσων]], ᾧ κ' [[ἐθέλω]], δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κρείσσονες</i><br />α) [[σώμα]] φρουράς τών Θηβών<br />β) οι ανώτερες δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κρεῑσσον</i><br />η [[θεία]] [[πρόνοια]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα πλεονεκτήματα<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οί κρείσσονες θεοί» — οι θεοί του Ολύμπου<br />β) «κρεῑσσόν ἐστι» — [[είναι]] προτιμότερο<br />γ) «[[κρείσσων]] [[λόγος]]» — ο ηθικώς [[ανώτερος]] [[λόγος]]<br />δ) «κατὰ τὸ κρεῖττον» — σύμφωνα με την [[ηθική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρεισσόνως]] και <i>κρειττόνως</i> (AM) με καλύτερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αττ. τ. [[κρέσσων]] [[αντί]] του αρχικού ιωνικού τ. [[κρέσσων]] προήλθε πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἀμείνων]]. Ο ιων. τ. [[κρέσσων]] (με -<i>σσ</i>- απὸ -<i>τy</i>- εμφανίζει απαθή [[βαθμίδα]] <i>κρε</i>-<i>τ</i>- (<i>κρε</i>-<i>τ</i>-<i>yων</i> > [[κρέσσων]], <b>βλ. λ.</b> [[κράτος]]), ενώ ο δωρ. τ. [[κάρρων]] συνεσταλμένη <i>καρ</i>-<i>τ</i> (<i>κάρσων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>καρ</i>-<i>τ</i>-<i>yων</i>). Ο κρητ. τ. [[κάρτων]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>. Η αρχική σημ. τών συγκριτικών αυτών [[είναι]] «δυνατότερος», λειτούργησαν όμως «συμπληρωματικώς» (completivismus) ως [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του [[αγαθός]] με υπερθετικό το [[κράτιστος]], πού εμφανίζει [[επίσης]] τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κρα</i>-<i>τ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρειττούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρεισσονεύω]], [[κρεισσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κρεισσότεκνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |