Anonymous

κατανέμω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατανέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] σε μέρη ή ομάδες («[[δέκα]] δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] (α. «κατένειμε τήν [[περιουσία]] του στα [[παιδιά]] του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βόσκω]] («ἐστὶν τὰ πρόβατα τὰ κατανενεμηκότα τὰ ἐκεῑ», πάπ.)<br /><b>2.</b> (για ποιμένα) [[βγάζω]] τα πρόβατα για [[βοσκή]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατανέμομαι</i><br />α) [[καταλαμβάνω]] [[τόπο]] για βοσκοτόπι<br />β) [[παίρνω]] [[μερίδιο]] με άλλους, μοιράζομαι («τά τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]] («ἡ [[λοιμώδης]] ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (για τη [[φωτιά]]) εξαπλώνομαι καταστρέφοντας («τὸ πῡρ ἐνέβαλλον, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς [[εὐθέως]]», <b>Πολ.</b>)<br />ε) (για το διαβρωτικό [[έλκος]]) επεκτείνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νέμω]] «[[διαμοιράζω]]» [[αλλά]] και «[[βόσκω]]»].
|mltxt=(AM [[κατανέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] σε μέρη ή ομάδες («[[δέκα]] δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] (α. «κατένειμε τήν [[περιουσία]] του στα [[παιδιά]] του» β. «κατανεῖμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βόσκω]] («ἐστὶν τὰ πρόβατα τὰ κατανενεμηκότα τὰ ἐκεῑ», πάπ.)<br /><b>2.</b> (για ποιμένα) [[βγάζω]] τα πρόβατα για [[βοσκή]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατανέμομαι</i><br />α) [[καταλαμβάνω]] [[τόπο]] για βοσκοτόπι<br />β) [[παίρνω]] [[μερίδιο]] με άλλους, μοιράζομαι («τά τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]], [[λεηλατώ]] («ἡ [[λοιμώδης]] ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (για τη [[φωτιά]]) εξαπλώνομαι καταστρέφοντας («τὸ πῡρ ἐνέβαλλον, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς [[εὐθέως]]», <b>Πολ.</b>)<br />ε) (για το διαβρωτικό [[έλκος]]) επεκτείνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νέμω]] «[[διαμοιράζω]]» [[αλλά]] και «[[βόσκω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm