Anonymous

ρέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 May 2022
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ῥείω]] Α<br /><b>1.</b> χύνομαι, [[τρέχω]], [[κυλώ]] (α. «τα δάκρυά της έρρεαν [[ποτάμι]]» β. «ἔρρεεν [[αἷμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναβλύζω]], ξεχύνομαι (α. «το [[νερό]] της βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τα [[πάντα]] ρει» — τα [[πάντα]] κυλούν, τα [[πάντα]] μεταβάλλονται, αλλάζουν <b>(Ηράκλ.)</b><br />(<b>νεοελλ.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτο ρέει, εκείνο στάζει» — λέγεται για ανθρώπους που παραπονούνται [[συνεχώς]] για το [[καθετί]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τον χρόνο) [[περνώ]], [[φεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φήμη]]) διαδίδομαι [[αμέσως]] («δόξης ἤ κληδόνος καλῆς [[μάτην]] ῥεούσης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμώ]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ [[δῆμος]] [[ὅλος]] ἐρρύη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τρίχες]]) [[πέφτω]], [[μαδώ]] («ἔρρεον δὲ ἐκ κεφαλᾱς πᾶσαι [[τρίχες]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ώριμα φρούτα ή φύλλα) [[πέφτω]] («τὸν καρπόν, [[ὅταν]] ἀκμὴν ἄρχηται ῥεῖν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ρέπω]], [[κλίνω]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἐρρύη... ἐπὶ ποιητικήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μιλώ]] ακατάσχετα, [[φλυαρώ]]<br />β) [[καταπίπτω]], [[καταρρέω]]<br /><b>7.</b> φθείρομαι, έχω ρέψει<br /><b>8.</b> διαλύομαι, [[λειώνω]] («τήκεται ὁ [[λίθος]]... [[ὥστε]] καὶ ῥεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[οικοδόμημα]]) [[καταρρέω]]<br /><b>10.</b> μεταβάλλομαι («κινεῑται καὶ ῥεῑ... τὰ [[πάντα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> μετακινούμαι [[προς]] ορισμένη [[κατεύθυνση]]<br /><b>12.</b> (για [[πλοίο]]) διαρρέομαι, [[κάνω]] νερά («τριήρους... ῥεούσης», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[στέγη]] ή [[αγγείο]]) [[στάζω]], [[τρέχω]]<br /><b>14.</b> <b>ιατρ.</b> έχω [[ρύση]]<br /><b>15.</b> (σπαν. μτβ., συν. με αιτ. πράγματος) [[κάνω]] [[κάτι]] να τρέξει, [[χύνω]] («ἔρρει... χοὰς... πατρί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>16.</b> (για βέλη) ρίχνομαι άφθονα ή ραγδαία («ἐκ χειρῶν βέλεα [[ῥέον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>17.</b> <b>παροιμ.</b> «ἄνω ῥεῖν» — λεγόταν όταν συνέβαινε [[κάτι]] αντίθετο από το αναμενόμενο ή το αδύνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥέω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέFω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sr</i>-<i>ew</i> (που εντάσσεται στην ευρύτερη [[οικογένεια]] της ρίζας <i>ser</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[έρπω]]) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>sravati</i> «ρέω» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥόος]], <i>ῥοή</i>, [[ῥύσις]], [[ῥυτός]]). Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] εντάσσονται και τ. με έρρινο [[επίθημα]] -<i>m</i>-, λιθουαν. <i>sraumu</i><i>ō</i> «[[ορμητικός]]», αρχ. ρωσ. <i>strumeni</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥεῦμα]]), και με [[επίθημα]] -<i>μων</i> το όν. του ποταμού [[Στρυμών]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>straum</i>, αρχ. ιρλδ. <i>sruaimm</i> «[[ποταμός]]). Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[μορφή]] του τ. [[ῥείω]], που δεν μαρτυρείται στον Όμηρο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ρείθρο]], [[ρεύμα]], [[ρεύση]], [[ρευστός]], <i>ροή</i>, <i>ρυάς</i>, [[ρύση]], [[ρυτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ῥέος]], [[ῥοία]], [[ρυάχετος]], [[ρυΐσκομαι]], [[ῥύμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><i>ρύαξ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ρεύ</i>(<i>σ</i>)<i>της</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απορρέω]], [[εισρέω]], [[εκρέω]], [[διαρρέω]], [[καταρρέω]], [[παραρρέω]], [[περιρρέω]], [[συρρέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρρέω]], [[αντιρρέω]], [[ενρέω]], [[επεισρέω]], [[επιρρέω]], [[μεταρρέω]], [[παρεισρέω]], [[προσρέω]], [[συνεισρέω]], [[υπεισρέω]], [[υπερρέω]], [[υπορρέω]]].
|mltxt=ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ῥείω]] Α<br /><b>1.</b> χύνομαι, [[τρέχω]], [[κυλώ]] (α. «τα δάκρυά της έρρεαν [[ποτάμι]]» β. «ἔρρεεν [[αἷμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναβλύζω]], ξεχύνομαι (α. «το [[νερό]] της βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τα [[πάντα]] ρει» — τα [[πάντα]] κυλούν, τα [[πάντα]] μεταβάλλονται, αλλάζουν <b>(Ηράκλ.)</b><br />(<b>νεοελλ.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτο ρέει, εκείνο στάζει» — λέγεται για ανθρώπους που παραπονούνται [[συνεχώς]] για το [[καθετί]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τον χρόνο) [[περνώ]], [[φεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φήμη]]) διαδίδομαι [[αμέσως]] («δόξης ἤ κληδόνος καλῆς [[μάτην]] ῥεούσης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμώ]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ [[δῆμος]] [[ὅλος]] ἐρρύη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τρίχες]]) [[πέφτω]], [[μαδώ]] («ἔρρεον δὲ ἐκ κεφαλᾱς πᾶσαι [[τρίχες]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ώριμα φρούτα ή φύλλα) [[πέφτω]] («τὸν καρπόν, [[ὅταν]] ἀκμὴν ἄρχηται ῥεῖν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ρέπω]], [[κλίνω]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] («ἐρρύη... ἐπὶ ποιητικήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μιλώ]] ακατάσχετα, [[φλυαρώ]]<br />β) [[καταπίπτω]], [[καταρρέω]]<br /><b>7.</b> φθείρομαι, έχω ρέψει<br /><b>8.</b> διαλύομαι, [[λειώνω]] («τήκεται ὁ [[λίθος]]... [[ὥστε]] καὶ ῥεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[οικοδόμημα]]) [[καταρρέω]]<br /><b>10.</b> μεταβάλλομαι («κινεῖται καὶ ῥεῑ... τὰ [[πάντα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> μετακινούμαι [[προς]] ορισμένη [[κατεύθυνση]]<br /><b>12.</b> (για [[πλοίο]]) διαρρέομαι, [[κάνω]] νερά («τριήρους... ῥεούσης», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[στέγη]] ή [[αγγείο]]) [[στάζω]], [[τρέχω]]<br /><b>14.</b> <b>ιατρ.</b> έχω [[ρύση]]<br /><b>15.</b> (σπαν. μτβ., συν. με αιτ. πράγματος) [[κάνω]] [[κάτι]] να τρέξει, [[χύνω]] («ἔρρει... χοὰς... πατρί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>16.</b> (για βέλη) ρίχνομαι άφθονα ή ραγδαία («ἐκ χειρῶν βέλεα [[ῥέον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>17.</b> <b>παροιμ.</b> «ἄνω ῥεῖν» — λεγόταν όταν συνέβαινε [[κάτι]] αντίθετο από το αναμενόμενο ή το αδύνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥέω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέFω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sr</i>-<i>ew</i> (που εντάσσεται στην ευρύτερη [[οικογένεια]] της ρίζας <i>ser</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[έρπω]]) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. <i>sravati</i> «ρέω» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥόος]], <i>ῥοή</i>, [[ῥύσις]], [[ῥυτός]]). Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] εντάσσονται και τ. με έρρινο [[επίθημα]] -<i>m</i>-, λιθουαν. <i>sraumu</i><i>ō</i> «[[ορμητικός]]», αρχ. ρωσ. <i>strumeni</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥεῦμα]]), και με [[επίθημα]] -<i>μων</i> το όν. του ποταμού [[Στρυμών]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>straum</i>, αρχ. ιρλδ. <i>sruaimm</i> «[[ποταμός]]). Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[μορφή]] του τ. [[ῥείω]], που δεν μαρτυρείται στον Όμηρο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ρείθρο]], [[ρεύμα]], [[ρεύση]], [[ρευστός]], <i>ροή</i>, <i>ρυάς</i>, [[ρύση]], [[ρυτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ῥέος]], [[ῥοία]], [[ρυάχετος]], [[ρυΐσκομαι]], [[ῥύμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><i>ρύαξ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ρεύ</i>(<i>σ</i>)<i>της</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απορρέω]], [[εισρέω]], [[εκρέω]], [[διαρρέω]], [[καταρρέω]], [[παραρρέω]], [[περιρρέω]], [[συρρέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρρέω]], [[αντιρρέω]], [[ενρέω]], [[επεισρέω]], [[επιρρέω]], [[μεταρρέω]], [[παρεισρέω]], [[προσρέω]], [[συνεισρέω]], [[υπεισρέω]], [[υπερρέω]], [[υπορρέω]]].
}}
}}