Anonymous

παράδοξος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράδοξος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται [[παρά]] [[προσδοκία]], [[απίστευτος]], [[απίθανος]], [[παράξενος]], [[αλλόκοτος]] (α. «οι ιστορίες του [[είναι]] [[πάντα]] παράλογες και παράδοξες» β. «[[πάνυ]] γὰρ παράδοξα λέγεις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] παθολογικού φαινομένου που φαίνεται να βρίσκεται σε [[αντίθεση]] με τα άλλα [[σημεία]] τα οποία παρατηρούνται στον ασθενή, π.χ. [[παράδοξος]] [[σφυγμός]] ([[βραδυσφυγμία]] επί υψηλού πυρετού)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[παράδοξο]]<br />αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]], [[θαύμα]], [[μυστήριο]]<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[κάθε]] [[φυσικό]] [[φαινόμενο]] το οποίο φαίνεται να αντιβαίνει κανόνες της κοινής λογικής, [[επειδή]] δίνει την [[εντύπωση]] ότι εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία («υδροστατικά παράδοξα» <br />α) <b>φρ.</b> «[[παράδοξος]] ύπνος» <b>ιατρ.</b><br />η [[περίοδος]] του ύπνου η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη [[δραστηριότητα]] τών νευρώνων του φλοιού του εγκεφάλου, ταχείες κινήσεις τών οφθαλμών και [[μεγάλη]] [[ατονία]] τών σκελετικών [[μυών]] του κοιμωμένου, που ακολουθούνται από περίοδο βαθιού ύπνου<br />β) «τα παράδοξα του Ζήνωνος» — σοφίσματα του Ελεάτη φιλοσόφου Ζήνωνος, με τα οποία αυτός επιχειρούσε να αποδείξει ότι κατ' ουσίαν δεν υπάρχει [[κίνηση]], ότι η [[κίνηση]] [[είναι]] [[απόρροια]] απάτης τών αισθήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιοθαύματος, [[εξαίσιος]], [[υπέροχος]] («ἐπιφανεῑς καὶ παράδοξοι πράξεις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά παράδοξα</i><br />(ενν. <i>αναγνώσματα</i>) [[είδος]] συγγραμμάτων που καλλιεργήθηκε [[κατά]] τους αλεξανδρινούς χρόνους και στα οποία περιγράφονταν απίθανες ιστορίες. Επίρ. <i>παραδόξως</i> ΝΜΑ<br />απροσδόκητα, παράξενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)].
|mltxt=-η, -ο / [[παράδοξος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται [[παρά]] [[προσδοκία]], [[απίστευτος]], [[απίθανος]], [[παράξενος]], [[αλλόκοτος]] (α. «οι ιστορίες του [[είναι]] [[πάντα]] παράλογες και παράδοξες» β. «[[πάνυ]] γὰρ παράδοξα λέγεις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] παθολογικού φαινομένου που φαίνεται να βρίσκεται σε [[αντίθεση]] με τα άλλα [[σημεία]] τα οποία παρατηρούνται στον ασθενή, π.χ. [[παράδοξος]] [[σφυγμός]] ([[βραδυσφυγμία]] επί υψηλού πυρετού)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[παράδοξο]]<br />αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]], [[θαύμα]], [[μυστήριο]]<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[κάθε]] [[φυσικό]] [[φαινόμενο]] το οποίο φαίνεται να αντιβαίνει κανόνες της κοινής λογικής, [[επειδή]] δίνει την [[εντύπωση]] ότι εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία («υδροστατικά παράδοξα» <br />α) <b>φρ.</b> «[[παράδοξος]] ύπνος» <b>ιατρ.</b><br />η [[περίοδος]] του ύπνου η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη [[δραστηριότητα]] τών νευρώνων του φλοιού του εγκεφάλου, ταχείες κινήσεις τών οφθαλμών και [[μεγάλη]] [[ατονία]] τών σκελετικών [[μυών]] του κοιμωμένου, που ακολουθούνται από περίοδο βαθιού ύπνου<br />β) «τα παράδοξα του Ζήνωνος» — σοφίσματα του Ελεάτη φιλοσόφου Ζήνωνος, με τα οποία αυτός επιχειρούσε να αποδείξει ότι κατ' ουσίαν δεν υπάρχει [[κίνηση]], ότι η [[κίνηση]] [[είναι]] [[απόρροια]] απάτης τών αισθήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αξιοθαύματος, [[εξαίσιος]], [[υπέροχος]] («ἐπιφανεῖς καὶ παράδοξοι πράξεις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά παράδοξα</i><br />(ενν. <i>αναγνώσματα</i>) [[είδος]] συγγραμμάτων που καλλιεργήθηκε [[κατά]] τους αλεξανδρινούς χρόνους και στα οποία περιγράφονταν απίθανες ιστορίες. Επίρ. <i>παραδόξως</i> ΝΜΑ<br />απροσδόκητα, παράξενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm