Anonymous

μακρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (AM [[μακρός]], -ά, -όν, ιων. θηλ. μακρή)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[μήκος]], [[μακρύς]], [[επιμήκης]] (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ' ἄρ' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο ύψος, [[υψηλός]] (α. «[[μακρός]] [[στύλος]]» β. «γαῖα... ξυνή... καὶ μακρὸς [[Ὄλυμπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απέχει πολύ, [[μακρινός]] («καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ [[νεώτερος]] υἱὸς ἀπεδήμησε εἰς χώραν [[μακράν]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[διεξοδικός]], [[λεπτομερειακός]], [[εκτενής]] (α. «μακρά [[αφήγηση]]» β. «καὶ πρὸς τούτοις εἰς τὸν κίνδυνον τῶν μακρῶν ὑπερβατῶν τοὺς ἀκούοντας συνεπισπώμενος», Λογγίν.)<br /><b>5.</b> [[μεγάλος]] σε [[ποσότητα]] ή σε βαθμό («μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον μαινομέναις φρεσὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που διαρκεί μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[μακροχρόνιος]] (α. «μακρά ζωή» β. «μηνῶν φθινόντων, περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[φωνήεν]], [[συλλαβή]] ή [[προσωδία]]) [[εκτεταμένος]] ποσοτικά, σε [[αντιδιαστολή]] με τον βραχύ (α. «μακρά φωνήεντα» β. «μακρά [[συλλαβή]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «διά [[μακρών]]» — διεξοδικά, [[εκτενώς]]<br />β) «επί [[μακρόν]]» — για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />γ) «[[μετά]] [[μακρόν]]» — [[μετά]] από πολύ χρόνο<br />δ) «μακροί αδελφοί» — [[έτσι]] ονομάστηκαν λόγω του αναστήματός τους οι ασκητές Αμμώνιος, Διόσκορος, Ευθύμιος και Ευσέβιος<br />ε) «μακρά [[στοά]]» — μία από τις εμπορικές στοές του Πειραιά, η οποία βρισκόταν [[κοντά]] στη [[θάλασσα]]<br />στ) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν τον περίβολο της πόλης της Αθήνας με τον Πειραιά<br />ζ) «μακρά πλοία» — πολεμικά πλοία που είχαν μια [[σειρά]] [[κουπιά]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[βάθος]], [[βαθύς]] («μακρὰ [[φάραγξ]]», Ηρώνδ.)<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]] («οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν [[μακρόν]]», Φιλήμ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μακρά</i><br />α) (ενν. [[προσῳδία]]) το [[σημείο]] με το οποίο δηλώνεται η [[μακρότητα]], η ποσοτική [[έκταση]]<br />β. (ενν. [[γραμμή]]) η [[γραμμή]] που χάραζαν οι δικαστές, προκειμένου να υποδείξουν τις βαρύτερες ποινές<br /><b>4.</b> (το ουδ. στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) [[μακρόν]] και <i>μακρά</i><br />σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μακριά]] («[[ὥσπερ]] τὰ χαλκεῑα πληγέντα μακρὸν ἠχεῑ καὶ ἀποτείνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ. ως επίρρ. για [[επίταση]] συγκριτ. και υπερθ.) <i>μακρῷ</i><br />πολύ, [[κατά]] πολύ («μακρῷ πρότερον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τὰ μακρότερα» — [[κατά]] [[μήκος]]<br />β) «διὰ μακροῡ» — [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />γ) «ἐπὶ [[μακρόν]]» — σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μακριά]]<br />δ) «[[μακρόν]] ἐστι» — [[είναι]] δύσκολο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μακρώς]] (AM μακρῶς)<br />με ποσοτική [[έκταση]] («τῶν διχρόνων, [[ὅταν]] μακρῶς ἐκφέρηται», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργά]], με [[βραδύτητα]]<br /><b>2.</b> εκτεταμένα, διεξοδικά, σε μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («δεῑ μὴ μακρῶς διηγεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μακρός]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>măk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[μακρός]], [[λεπτός]]» ([[πρβλ]]. [[μῆκος]], [[μακεδνός]]) και συνδέεται με ΙΕ τύπους της ίδιας σημασίας, που όλοι εμφανίζουν [[επίσης]] τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας: λατ. <i>măcies</i> και <i>măcer</i> «[[μακρός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>magar</i>, αρχ. νορβ. <i>magr</i>, χεττιτ. <i>mak</i>-<i>l</i>-<i>ant</i>-. Ο [[αρχαϊκός]] τ. του συγκριτικού <i>ὁ</i>, ἡ [[μάσσων]], <i>τὸ μᾶσσον</i> έχει -<i>ᾱ</i>- μακρό και [[είναι]] σχηματισμένο όπως τα [[θᾶσσον]], <i>ἔλασσον</i>, ενώ ο [[υπερθετικός]] [[μήκιστος]] (δωρ. <i>μᾱκιστος</i>) εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] του θέματος ([[πρβλ]]. [[μῆκος]]). Ο τ. [[μακρός]] στην Αρχαία Ελληνική επικράτησε [[έναντι]] της αρχαιότερης λ. [[δολιχός]] «[[μακρός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μακράν]], [[μακρόθεν]], [[μακρότης]] (-<i>τα</i>), [[μάκρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μακρόθι]], [[μακρών]], [[μακρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μάκρητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) [[στενόμακρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφίμακρος]], [[επίμακρος]], [[μεσόμακρος]], [[πρόμακρος]], [[πρόσμακρος]], [[τρίμακρος]], [[υπόμακρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμακρος]], [[απόμακρος]], [[ξέμακρος]], [[ολόμακρος]]].
|mltxt=-ά, -ό (AM [[μακρός]], -ά, -όν, ιων. θηλ. μακρή)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[μήκος]], [[μακρύς]], [[επιμήκης]] (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ' ἄρ' οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο ύψος, [[υψηλός]] (α. «[[μακρός]] [[στύλος]]» β. «γαῖα... ξυνή... καὶ μακρὸς [[Ὄλυμπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απέχει πολύ, [[μακρινός]] («καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ [[νεώτερος]] υἱὸς ἀπεδήμησε εἰς χώραν [[μακράν]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[διεξοδικός]], [[λεπτομερειακός]], [[εκτενής]] (α. «μακρά [[αφήγηση]]» β. «καὶ πρὸς τούτοις εἰς τὸν κίνδυνον τῶν μακρῶν ὑπερβατῶν τοὺς ἀκούοντας συνεπισπώμενος», Λογγίν.)<br /><b>5.</b> [[μεγάλος]] σε [[ποσότητα]] ή σε βαθμό («μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον μαινομέναις φρεσὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που διαρκεί μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[μακροχρόνιος]] (α. «μακρά ζωή» β. «μηνῶν φθινόντων, περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[φωνήεν]], [[συλλαβή]] ή [[προσωδία]]) [[εκτεταμένος]] ποσοτικά, σε [[αντιδιαστολή]] με τον βραχύ (α. «μακρά φωνήεντα» β. «μακρά [[συλλαβή]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «διά [[μακρών]]» — διεξοδικά, [[εκτενώς]]<br />β) «επί [[μακρόν]]» — για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />γ) «[[μετά]] [[μακρόν]]» — [[μετά]] από πολύ χρόνο<br />δ) «μακροί αδελφοί» — [[έτσι]] ονομάστηκαν λόγω του αναστήματός τους οι ασκητές Αμμώνιος, Διόσκορος, Ευθύμιος και Ευσέβιος<br />ε) «μακρά [[στοά]]» — μία από τις εμπορικές στοές του Πειραιά, η οποία βρισκόταν [[κοντά]] στη [[θάλασσα]]<br />στ) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν τον περίβολο της πόλης της Αθήνας με τον Πειραιά<br />ζ) «μακρά πλοία» — πολεμικά πλοία που είχαν μια [[σειρά]] [[κουπιά]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[βάθος]], [[βαθύς]] («μακρὰ [[φάραγξ]]», Ηρώνδ.)<br /><b>2.</b> [[ενοχλητικός]], [[ανιαρός]] («οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν [[μακρόν]]», Φιλήμ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μακρά</i><br />α) (ενν. [[προσῳδία]]) το [[σημείο]] με το οποίο δηλώνεται η [[μακρότητα]], η ποσοτική [[έκταση]]<br />β. (ενν. [[γραμμή]]) η [[γραμμή]] που χάραζαν οι δικαστές, προκειμένου να υποδείξουν τις βαρύτερες ποινές<br /><b>4.</b> (το ουδ. στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) [[μακρόν]] και <i>μακρά</i><br />σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μακριά]] («[[ὥσπερ]] τὰ χαλκεῑα πληγέντα μακρὸν ἠχεῑ καὶ ἀποτείνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ. ως επίρρ. για [[επίταση]] συγκριτ. και υπερθ.) <i>μακρῷ</i><br />πολύ, [[κατά]] πολύ («μακρῷ πρότερον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τὰ μακρότερα» — [[κατά]] [[μήκος]]<br />β) «διὰ μακροῡ» — [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br />γ) «ἐπὶ [[μακρόν]]» — σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μακριά]]<br />δ) «[[μακρόν]] ἐστι» — [[είναι]] δύσκολο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μακρώς]] (AM μακρῶς)<br />με ποσοτική [[έκταση]] («τῶν διχρόνων, [[ὅταν]] μακρῶς ἐκφέρηται», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργά]], με [[βραδύτητα]]<br /><b>2.</b> εκτεταμένα, διεξοδικά, σε μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («δεῖ μὴ μακρῶς διηγεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μακρός]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>măk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[μακρός]], [[λεπτός]]» ([[πρβλ]]. [[μῆκος]], [[μακεδνός]]) και συνδέεται με ΙΕ τύπους της ίδιας σημασίας, που όλοι εμφανίζουν [[επίσης]] τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας: λατ. <i>măcies</i> και <i>măcer</i> «[[μακρός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>magar</i>, αρχ. νορβ. <i>magr</i>, χεττιτ. <i>mak</i>-<i>l</i>-<i>ant</i>-. Ο [[αρχαϊκός]] τ. του συγκριτικού <i>ὁ</i>, ἡ [[μάσσων]], <i>τὸ μᾶσσον</i> έχει -<i>ᾱ</i>- μακρό και [[είναι]] σχηματισμένο όπως τα [[θᾶσσον]], <i>ἔλασσον</i>, ενώ ο [[υπερθετικός]] [[μήκιστος]] (δωρ. <i>μᾱκιστος</i>) εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] του θέματος ([[πρβλ]]. [[μῆκος]]). Ο τ. [[μακρός]] στην Αρχαία Ελληνική επικράτησε [[έναντι]] της αρχαιότερης λ. [[δολιχός]] «[[μακρός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μακράν]], [[μακρόθεν]], [[μακρότης]] (-<i>τα</i>), [[μάκρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μακρόθι]], [[μακρών]], [[μακρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μάκρητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) [[στενόμακρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφίμακρος]], [[επίμακρος]], [[μεσόμακρος]], [[πρόμακρος]], [[πρόσμακρος]], [[τρίμακρος]], [[υπόμακρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμακρος]], [[απόμακρος]], [[ξέμακρος]], [[ολόμακρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm