Anonymous

πεφυκότως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῑ... μὴ δοκεῖν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm