Anonymous

συκοφάντης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "fig-tree" to "fig tree")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sykofantis
|Transliteration C=sykofantis
|Beta Code=sukofa/nths
|Beta Code=sukofa/nths
|Definition=ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[common]] [[informer]], [[voluntary]] [[denouncer]] (there being no [[public]] [[prosecutor]]), e.g. of contraband imports, καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας; did you dare to reproach a common informer? Ar.Ach.559, cf. 725,825; of [[unlawful]] [[possession]], Id.Pl.873,879,885; of disaffection to Athens, Isoc.15.313 (cf. 316-18); [[κλητήρ]] εἰμι νησιωτικὸς καὶ συκοφάντης Ar.Av.1423; the common informer became notorious as pettifoggers, Lycurg.31 (cf. Ar.Ach.920 -4), D.20.62, [[vexatious]] [[prosecutor]]s of [[innocent]] persons esp. if rich, Lys.25.3, D.57.34, and blackmailers, Antipho 5.78,80, Lys.7.20, And.1.105, D.21.103, 58.27, Aeschin.2.5, 3.256, Hyp.Lyc.2, Theopomp. Hist.107,267, Luc.Tim.36; having thus abused their legal powers, they were treated as criminals, [οἱ τριάκοντα] τοὺς σ… ἀνῄρουν Arist.Ath.35.3, cf. X.HG2.3.38, Isoc.15.313, 18.3; συκοφαντῶν προβολαί Arist.Ath.43.5, cf. Aeschin.2.145; they were numerous in democracies, Thphr.Char.26.5; χρῆν . . ἐγγίγνεσθαι. . πάσῃ δημοκρατίᾳ συκοφάντης Plu.Tim.37; δημαγωγῶν πλῆθος καὶ συκοφάντης at Syracuse, D.S.11.87; rarer in oligarchies, e.g. Boeotia, Ar.Ach.904; βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας συκοφάντης a great [[extortioner]], LXX Pr.28.16.<br><span class="bld">2</span> in New Com., [[professional]] [[swindler]] or [[confidential]] [[agent]], πράττει δ' ὁ κόλαξ ἄριστα πάντων, δεύτερα ὁ συκοφάντης Men.223.17, cf. Georg. Fr.1, Philippid.29: so in Lat. [[sycophanta]], Plaut.Poen.1032, Trin. 815, Ter.Andr.815; [[humbug]], Favorin. ap. Gell.14.1.32.<br><span class="bld">3</span> = Lat. [[delator]], ὁ πικρὸς συκοφάντης [[Ἰσίδωρος]] Ph.2.597, cf. OGI669.41 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.4.34.17, al. (From [[σῦκον]] [[φαίνειν]], orig. used of [[denouncer]]s of the attempted [[export]] of [[fig]]s from Athens, acc. to Ister 35, Plu. Sol.24, 2.523b; orig. of citizens entrusted with the collection of figs as part of the public revenues of Athens and the denouncing of [[tax]]-[[evader]]s, acc. to Philomnest.1; of denouncers of figs which had been stolen from the sacred [[fig tree]]s during a famine and had become cheap, the famine having passed, Sch.Ar.Pl.31, cf. Fest. p.393 L.; these and modern explanations are mere guesses; the word first in Ar. but implied by [[συκοπέδιλος]].)
|Definition=ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[common]] [[informer]], [[voluntary]] [[denouncer]] (there being no [[public]] [[prosecutor]]), e.g. of [[contraband]] [[import]]s, καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας; did you [[dare]] to [[reproach]] a common [[informer]]? Ar.Ach.559, cf. 725,825; of [[unlawful]] [[possession]], Id.Pl.873,879,885; of [[disaffection]] to [[Athens]], Isoc.15.313 (cf. 316-18); [[κλητήρ]] εἰμι [[νησιωτικός|νησιωτικὸς]] καὶ συκοφάντης Ar.Av.1423; the common [[informer]] became [[notorious]] as [[pettifogger]]s, Lycurg.31 (cf. Ar.Ach.920 -4), D.20.62, [[vexatious]] [[prosecutor]]s of [[innocent]] persons esp. if [[rich]], Lys.25.3, D.57.34, and [[blackmailer]]s, Antipho 5.78,80, Lys.7.20, And.1.105, D.21.103, 58.27, Aeschin.2.5, 3.256, Hyp.Lyc.2, Theopomp. Hist.107,267, Luc.Tim.36; having thus abused their [[legal]] [[power]]s, they were [[treat]]ed as [[criminal]]s, [οἱ τριάκοντα] τοὺς σ… ἀνῄρουν Arist.Ath.35.3, cf. X.HG2.3.38, Isoc.15.313, 18.3; συκοφαντῶν προβολαί Arist.Ath.43.5, cf. Aeschin.2.145; they were [[numerous]] in [[democracy|democracies]], Thphr.Char.26.5; χρῆν . . ἐγγίγνεσθαι. . πάσῃ δημοκρατίᾳ συκοφάντης Plu.Tim.37; δημαγωγῶν [[πλῆθος]] καὶ συκοφάντης at [[Syracuse]], D.S.11.87; rarer in [[oligarchy|oligarchies]], e.g. [[Boeotia]], Ar.Ach.904; [[βασιλεύς|βασιλεὺς]] [[ἐνδεής|ἐνδεὴς]] προσόδων μέγας συκοφάντης a [[great]] [[extortioner]], LXX Pr.28.16.<br><span class="bld">2</span> in New Com., [[professional]] [[swindler]] or [[confidential]] [[agent]], πράττει δ' ὁ [[κόλαξ]] ἄριστα πάντων, δεύτερα ὁ συκοφάντης Men.223.17, cf. Georg. Fr.1, Philippid.29: so in Lat. [[sycophanta]], Plaut.Poen.1032, Trin. 815, Ter.Andr.815; [[humbug]], Favorin. ap. Gell.14.1.32.<br><span class="bld">3</span> = Lat. [[delator]], ὁ [[πικρός|πικρὸς]] συκοφάντης [[Ἰσίδωρος]] Ph.2.597, cf. OGI669.41 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.4.34.17, al. (From [[σῦκον]] [[φαίνειν]], orig. used of [[denouncer]]s of the attempted [[export]] of [[fig]]s from [[Athens]], acc. to Ister 35, Plu. Sol.24, 2.523b; orig. of [[citizen]]s [[entrust]]ed with the [[collection]] of [[fig]]s as part of the [[public]] [[revenue]]s of [[Athens]] and the [[denounce|denouncing]] of [[tax]]-[[evader]]s, acc. to Philomnest.1; of [[denouncer]]s of [[fig]]s which had been stolen from the [[sacred]] [[fig tree]]s during a [[famine]] and had become [[cheap]], the [[famine]] having passed, Sch.Ar.Pl.31, cf. Fest. p.393 L.; these and modern [[explanation]]s are mere [[guess]]es; the word first in Ar. but implied by [[συκοπέδιλος]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[συκοφάντρια]], ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, -ιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, [[διαβολέας]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) α) [[δημόσιος]] [[μηνυτής]] εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές<br />β) [[μηνυτής]] εκείνων που επιχειρούσαν παράνομη [[εξαγωγή]] σύκων από την [[περιοχή]] τών Αθηνών ή όσων πολιτών αναλάμβαναν τη [[συλλογή]] σύκων τα οποία θεωρούνταν [[δημόσιο]] [[έσοδο]]<br />γ) ο [[πολίτης]] που φανέρωνε τα σύκα τα οποία είχαν κρυμμένα [[κάτω]] από τα ρούχα τους οι κλέφτες σύκων<br />δ) [[άτομο]] που έσειε τις συκιές και φανέρωνε [[έτσι]] την ύπαρξη σύκων [[κάτω]] από τα [[πυκνά]] φυλλώματα του δέντρου<br />ε) [[άτομο]] που έδειχνε το [[αιδοίο]] του, [[επιδειξίας]]<br />στ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άνθρωπος]] που ενδιαφερόταν για τα [[δημόσια]] συμφέροντα και κατήγγελλε τις σχετικές παραβάσεις, όταν [[μάλιστα]] δεν υπήρχε [[δημόσιος]] [[κατήγορος]] και, [[κυρίως]], τις λαθραίες εισαγωγές προϊόντων, την παράνομη [[κτήση]] και [[επικαρπία]] ξένης ιδιοκτησίας, την [[αποφυγή]] πληρωμής φόρων [[αλλά]] και όσους είχαν εχθρικές διαθέσεις [[προς]] την [[πόλη]] τών Αθηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απατηλός]] [[σύμβουλος]]<br /><b>2.</b> [[άτομο]] που εκβιαστικά και με ψευδείς κατηγορίες και απειλές προσπαθούσε να αποσπάσει χρήματα από πλούσιους πολίτες, [[εκβιαστής]]<br /><b>3.</b> [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]] που έκανε μηνύσεις με ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] αθώων πολιτών<br /><b>4.</b> (στη νέα [[κωμωδία]]) [[επαγγελματίας]] [[απατεώνας]] ή [[μυστικός]] [[πράκτορας]], [[καταδότης]], [[χαφιές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ιεροφάντης]]. Από τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την [[αρχαιότητα]], σχετικά με την ακριβή σημ. της λ. [[συκοφάντης]], πιθανότερη [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[εκείνη]] σύμφωνα με την οποία η λ. δήλωνε αρχικά αυτόν που φανέρωνε, αποκάλυπτε τα κλεμμένα σύκα που ήταν.κρυμμένα [[μέσα]] στα ρούχα του κλέφτη. Με [[αφετηρία]] αυτήν τη σημ., η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει εκείνον που κατέδιδε την [[κλοπή]] ασήμαντων πραγμάτων, όπως ήταν τα σύκα. Η [[ερμηνεία]] του Πλουτάρχου, η οποία υποστηρίχθηκε και από νεώτερους μελετητές και [[κατά]] την οποία [[συκοφάντης]] στην αρχαία Αθήνα ήταν ο [[μηνυτής]] εκείνων που επιχειρούσαν [[λαθραία]] [[εξαγωγή]] σύκων, δεν επιβεβαιώνεται από [[κείμενα]] της αρχαίας παράδοσης. Η λ. [[συκοφάντης]], [[τέλος]], ήδη στην αρχαία [[εποχή]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες, που δυσφημεί και διαβάλλει και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική].
|mltxt=ο, θηλ. [[συκοφάντρια]], ΝΜΑ, θηλ. και [[συκοφάντις]], -ιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, [[διαβολέας]]<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) α) [[δημόσιος]] [[μηνυτής]] εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές<br />β) [[μηνυτής]] εκείνων που επιχειρούσαν παράνομη [[εξαγωγή]] σύκων από την [[περιοχή]] τών Αθηνών ή όσων πολιτών αναλάμβαναν τη [[συλλογή]] σύκων τα οποία θεωρούνταν [[δημόσιο]] [[έσοδο]]<br />γ) ο [[πολίτης]] που φανέρωνε τα σύκα τα οποία είχαν κρυμμένα [[κάτω]] από τα ρούχα τους οι κλέφτες σύκων<br />δ) [[άτομο]] που έσειε τις συκιές και φανέρωνε [[έτσι]] την ύπαρξη σύκων [[κάτω]] από τα [[πυκνά]] φυλλώματα του δέντρου<br />ε) [[άτομο]] που έδειχνε το [[αιδοίο]] του, [[επιδειξίας]]<br />στ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άνθρωπος]] που ενδιαφερόταν για τα [[δημόσια]] συμφέροντα και κατήγγελλε τις σχετικές παραβάσεις, όταν [[μάλιστα]] δεν υπήρχε [[δημόσιος]] [[κατήγορος]] και, [[κυρίως]], τις λαθραίες εισαγωγές προϊόντων, την παράνομη [[κτήση]] και [[επικαρπία]] ξένης ιδιοκτησίας, την [[αποφυγή]] πληρωμής φόρων [[αλλά]] και όσους είχαν εχθρικές διαθέσεις [[προς]] την [[πόλη]] τών Αθηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απατηλός]] [[σύμβουλος]]<br /><b>2.</b> [[άτομο]] που εκβιαστικά και με ψευδείς κατηγορίες και απειλές προσπαθούσε να αποσπάσει χρήματα από πλούσιους πολίτες, [[εκβιαστής]]<br /><b>3.</b> [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]] που έκανε μηνύσεις με ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] αθώων πολιτών<br /><b>4.</b> (στη νέα [[κωμωδία]]) [[επαγγελματίας]] [[απατεώνας]] ή [[μυστικός]] [[πράκτορας]], [[καταδότης]], [[χαφιές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ιεροφάντης]]. Από τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την [[αρχαιότητα]], σχετικά με την ακριβή σημ. της λ. [[συκοφάντης]], πιθανότερη [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[εκείνη]] σύμφωνα με την οποία η λ. δήλωνε αρχικά αυτόν που φανέρωνε, αποκάλυπτε τα κλεμμένα σύκα που ήταν.κρυμμένα [[μέσα]] στα ρούχα του κλέφτη. Με [[αφετηρία]] αυτήν τη σημ., η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει εκείνον που κατέδιδε την [[κλοπή]] ασήμαντων πραγμάτων, όπως ήταν τα σύκα. Η [[ερμηνεία]] του Πλουτάρχου, η οποία υποστηρίχθηκε και από νεώτερους μελετητές και [[κατά]] την οποία [[συκοφάντης]] στην αρχαία Αθήνα ήταν ο [[μηνυτής]] εκείνων που επιχειρούσαν [[λαθραία]] [[εξαγωγή]] σύκων, δεν επιβεβαιώνεται από [[κείμενα]] της αρχαίας παράδοσης. Η λ. [[συκοφάντης]], [[τέλος]], ήδη στην αρχαία [[εποχή]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες, που δυσφημεί και διαβάλλει και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm