Anonymous

μαδάω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰδάω''': μέλλ. -ήσω, Λατ. madere, εἶμαι ὑγρὸς ἢ [[μαλακός]], ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», [[ἐκπίπτω]], Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι [[φαλακρός]], Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. [[μαδίζω]], [[μυδάω]]. (Πρβλ. [[μαδός]], [[μαδαρός]]· Λατ. [[madeo]], [[madesco]], [[madidus]], καὶ [[ἴσως]] τὸ [[manare]].)
|lstext='''μᾰδάω''': μέλλ. -ήσω, Λατ. [[madere]], εἶμαι ὑγρὸς ἢ [[μαλακός]], ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», [[ἐκπίπτω]], Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι [[φαλακρός]], Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. [[μαδίζω]], [[μυδάω]]. (Πρβλ. [[μαδός]], [[μαδαρός]]· Λατ. [[madeo]], [[madesco]], [[madidus]], καὶ [[ἴσως]] τὸ [[manare]].)
}}
}}
{{bailly
{{bailly