Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάλπη: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, ein Meerfisch, lat. salpa, in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch [[σάρπη]], ἡ, Arist. H. A.; σάλπ ης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. [[σάλπιγξ]], Arist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, ein Meerfisch, lat. [[salpa]], in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch [[σάρπη]], ἡ, Arist. H. A.; σάλπης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. [[σάλπιγξ]], Arist.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάλπη''': ἡ [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· [[ὡσαύτως]] σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· [[σάλπος]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· [[σάρπη]] [[αὐτόθι]] 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· [[σάλπιγξ]] 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλπη]]· [[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
|lstext='''σάλπη''': ἡ [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Λατ. [[salpa]], Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· [[ὡσαύτως]] σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· [[σάλπος]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· [[σάρπη]] [[αὐτόθι]] 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· [[σάλπιγξ]] 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλπη]]· [[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῦν καλοῦσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>salpa</i> / <i>sarpa</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>saupe</i>)].
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῦν καλοῦσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[salpa]]</i> / <i>[[sarpa]]</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>[[saupe]]</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σάλπη''': {sálpē}<br />'''Forms''': -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), [[σάρπη]] f. (Arist.); auch [[σάλπιγξ]] (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.<br />'''Grammar''': f. (Epich., Arist. usw.),<br />'''Meaning''': Meerfisch, [[Box salpa]]<br />'''Etymology''' : Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) ''salpa'', ital. ''salpa''. ''sarpa'', frz., engl. ''saupe''. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.<br />'''Page''' 2,674
|ftr='''σάλπη''': {sálpē}<br />'''Forms''': -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), [[σάρπη]] f. (Arist.); auch [[σάλπιγξ]] (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.<br />'''Grammar''': f. (Epich., Arist. usw.),<br />'''Meaning''': Meerfisch, [[Box salpa]]<br />'''Etymology''' : Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) ''[[salpa]]'', ital. ''salpa''. ''[[sarpa]]'', frz., engl. ''[[saupe]]''. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.<br />'''Page''' 2,674
}}
}}