Anonymous

ὑπερβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπερβαίνω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από όρος, ποταμό, [[τείχος]] ή [[άλλο]] [[εμπόδιο]] (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «[[τέγος]] ὡς τοὺς [[γείτονας]] ὑπερβαίνοι», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] [[πέρα]] από ένα [[χρονικό]] [[σημείο]] (α. «υπερέβη τα [[εκατό]] έτη» β. «[[πλέον]] ὑπερβὰς ο' ἔτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ξεπερνώ]] τα επιτρεπόμενα όρια, [[παραβαίνω]] (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[υπερεκχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]] («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] («ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέκομαι]] προστατευτικά [[πάνω]] από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)<br /><b>5.</b> (σε [[διαθήκη]]) [[μεταβαίνω]], [[προχωρώ]] στον πλησιέστερο κληρονόμο<br /><b>6.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από, [[πηδώ]] [[πάνω]] από μια [[έκταση]]<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[κυλώ]], [[διαρρέω]] («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ψηλότερος από [[κάτι]] [[άλλο]] («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)<br /><b>9.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ὑπερβαίνω]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από όρος, ποταμό, [[τείχος]] ή [[άλλο]] [[εμπόδιο]] (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «[[τέγος]] ὡς τοὺς [[γείτονας]] ὑπερβαίνοι», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», <b>Ευρ.</b><br />δ. «τεῖχος ὑπερβαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] [[πέρα]] από ένα [[χρονικό]] [[σημείο]] (α. «υπερέβη τα [[εκατό]] έτη» β. «[[πλέον]] ὑπερβὰς ο' ἔτη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερβάλλω]] (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ξεπερνώ]] τα επιτρεπόμενα όρια, [[παραβαίνω]] (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[υπερεκχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέρχομαι]], [[παραβλέπω]] («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] («ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέκομαι]] προστατευτικά [[πάνω]] από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)<br /><b>5.</b> (σε [[διαθήκη]]) [[μεταβαίνω]], [[προχωρώ]] στον πλησιέστερο κληρονόμο<br /><b>6.</b> [[περνώ]] [[πάνω]] από, [[πηδώ]] [[πάνω]] από μια [[έκταση]]<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[κυλώ]], [[διαρρέω]] («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ψηλότερος από [[κάτι]] [[άλλο]] («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)<br /><b>9.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm