3,274,399
edits
(29) |
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀπώρα]], Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. [[ὀπάρα]])<br />[[εδώδιμος]] [[καρπός]] ξυλώδους ή ποώδους φυτού, [[φρούτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[εποχή]] του έτους από την [[επιτολή]] του Σειρίου [[μέχρι]] την [[επιτολή]] του Αρκτούρου, το δεύτερο [[μέρος]] του καλοκαιριού, δηλ. το [[διάστημα]] από τα [[μέσα]] Ιουλίου [[μέχρι]] τα [[μέσα]] Σεπτεμβρίου («ἀπετέλεσε τὸ | |mltxt=η (ΑΜ [[ὀπώρα]], Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. [[ὀπάρα]])<br />[[εδώδιμος]] [[καρπός]] ξυλώδους ή ποώδους φυτού, [[φρούτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[εποχή]] του έτους από την [[επιτολή]] του Σειρίου [[μέχρι]] την [[επιτολή]] του Αρκτούρου, το δεύτερο [[μέρος]] του καλοκαιριού, δηλ. το [[διάστημα]] από τα [[μέσα]] Ιουλίου [[μέχρι]] τα [[μέσα]] Σεπτεμβρίου («ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῡ χρόνου πρὸ ὀπώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[άνθος]] της νεότητας, η [[ακμή]] της νεανικής ηλικίας<br /><b>3.</b> η [[ακμή]], η [[ωριμότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κηρίνα [[ὀπάρα]]» — το [[μέλι]]<br />β) «[[ὀπώρα]] ἐπιθυμίας» — [[απόλαυση]] επιθυμίας<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὀπύρα</i><br />η θεά [[προστάτιδα]] τών οπωρών και του φθινοπώρου, [[ακόλουθος]] της Ειρήνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. λ., το α' συνθετικό της οποίας ανάγεται στην [[πρόθεση]] <i>ὀπι</i>- «[[μετά]]», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή (<b>βλ. λ.</b> <i>όπισθεν</i>). Προβλήματα παρουσιάζει όμως το β' συνθετικό της. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για τη λ. <i>ὥρα</i> (Ι), όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν οι τ. με [[δασεία]] <i>ὁπώρα</i>, [[μεθόπωρον]], [[αλλά]] οι τ. αυτοί [[είναι]] δευτερογενείς και οφείλονται [[μάλλον]] σε αναλογική [[επίδραση]] της λ. <i>ὥρα</i> (Ι). Κατ' άλλους, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>ο</i>[[σ]]<i>αρᾱ</i> «[[θέρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄ</i>[[σ]]<i>αρ</i>), το οποίο συνδέεται με τύπους της Σλαβικής, Βαλτικής και Γερμανικής με [[θέμα]] σε -<i>n</i>- [[αντί]] -<i>r</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>ĵeseni</i>, ρωσ. <i>oseni</i>, αρχ. πρωσ. <i>assanis</i> «[[φθινόπωρο]]», γοτθ. <i>asans</i> «[[καλοκαίρι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>aran</i> <b>κ.λπ.</b>). Από τον αμάρτυρο τ. <i>ο</i>[[σ]]<i>αρᾱ</i> η λ. <i>ὀπ</i>-<i>ώρα</i> έχει προέλθει με [[συναίρεση]] τών -<i>οα</i>- σε -<i>ω</i>- και δήλωνε την [[εποχή]] [[μετά]] το [[καλοκαίρι]], την [[εποχή]] που περιλαμβάνει το [[τέλος]] του καλοκαιριού και το [[φθινόπωρο]]. Μεθομηρικά η λ. [[ὀπώρα]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τα φρούτα της εποχής αυτής, (σταφύλια, σύκα <b>κ.λπ.</b>), απ' όπου η σημ. της επεκτάθηκε σε όλους τους εδώδιμους καρπούς. Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως β' συνθετικό στη λ. [[φθινόπωρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οπωρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οπωράριον]], [[οπωρεύς]], [[οπωριαίος]], [[οπωρίζω]], [[οπώριμος]], [[οπωρινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπωρώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οπωροπώλης]], [[οπωροφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οπωροβασιλίς]], [[οπωροβόρος]], [[οπωροθήκη]], [[οπωροκάπηλος]], [[οπωρολόγος]], [[οπωροτροφώ]], [[οπωροφύλαξ]], [[οπωρώνης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οπωροδοτώ]], [[οπωροπράτης]], [[οπωροφαγώ]], [[οπωροφθισία]], [[οπωροφθόρος]], [[οπωροφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπωροθεραπεία]], [[οπωροκηπευτικά]], [[οπωρολαχανικά]], [[οπωροσάκχαρο]], [[οπωροφάγος]]]. | ||
}} | }} |