Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθιστώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ"
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καθίστημι]], Α και [[καθιστάνω]] και καθιστῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]]<br />(α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τον κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε [[τύραννον]] [[εἶναι]] παῑδα τὸν ἑωυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να γίνει [[κάτι]], να αποκτήσει μια [[ιδιότητα]] (α. «η [[ανεργία]] καθιστά τον άνθρωπο δυστυχή» β. «ἡ [[ἐπιθυμία]] ἀμνήμονά τινα καθίστησι», Αντιφ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθίσταμαι</i><br />α) διορίζομαι, [[γίνομαι]]<br />β) [[διορίζω]] για τον εαυτό μου<br /><b>4.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) (για [[ηλικία]]) η [[καθεστηκυία]]<br />σταθερή, [[μέση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> εξελίσσομαι σε..., [[τείνω]] να γίνω... («η [[κατάσταση]] καθίσταται αφόρητη»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καθεστηκυία]] [[τάξη]]» <br />α) η ισχύουσα [[τάξη]] πραγμάτων<br />β) η άρχουσα ή κυρίαρχη [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]], [[τοποθετώ]] («ποῡ δεῖ καθιστάναι [[πόδα]];» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σε κάποιον [[τόπο]] («φυγόντων παῑδας λαβὼν και καταστήσας ἐς Νάξον». <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επαναφέρω]] («[[πάλιν]] αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῑχος σῶν καὶ ὑγιᾱ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]], [[παρουσιάζω]] («ὥς μοι καταστήσεις τὸν παῑδα ἐς ἔλεγχον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] ενώπιον κάποιου, [[παρουσιάζομαι]] («καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> εγκαθίσταμαι, τοποθετούμαι<br /><b>6.</b> [[φθάνω]] σε κάποιον [[τόπο]] («καταστάντες οὖν ἐς Ρήγιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>ιατρ.</b> [[μπαίνω]] στην [[άρθρωση]], [[εισέρχομαι]] στον αρμό («ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ καθίσταται», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> εγκαθιστῶ, [[εγκαθιδρύω]] («ἔδοξεν αὐτοῖς προφυλακὰς καταστήσαντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> (για πολιτεύματα, νόμους, αγώνες <b>κ.λπ.</b>) [[ιδρύω]], [[εισάγω]] («τοὺς γυμνικούς ἀγῶνας καταστησάντων», Iσοκρ.)<br /><b>10.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[διαρρυθμίζω]], [[διοργανώνω]] («ἕως ἂν πολιτείαν καταστήσωμεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] κάποιον σε μια [[κατάσταση]] («[[Σίμων]] με εἰς τοιαύτην ανάγκην κατέστησεν», Λυσ.)<br /><b>12.</b> [[καταντώ]] («φονέα με φησὶ Λαΐου καθεστάναι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[επανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], [[θεραπεύω]]<br /><b>14.</b> [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]] («παννύχιοι δὴ διάπλοον καθίστασαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>15.</b> (για στρατιώτες) [[παρατάσσω]]<br /><b>16.</b> (για αγοραπωλησίες) [[στοιχίζω]], [[κοστίζω]]<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθίσταμαι</i><br />α) εγκαθιδρύομαι, καθιερώνομαι<br />β) (για [[νερό]]) [[γαληνεύω]], [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («[[ὅταν]] μὲν ἡ [[λίμνη]] καταστῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) (για θόρυβο) [[κοπάζω]], [[σταματώ]] («κατέστη ὁ [[θόρυβος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) [[αφήνω]] [[κατακάθι]] («οὖρα... θολερά δὲ καὶ οὐδὲ καθιστάμενα», Ιπποκρ.)<br />ε) πορίζομαι, [[αποκτώ]] («τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) [[ανθίσταμαι]], [[εναντιώνομαι]] («τοὺς καταστησομένους ἐν τῆ συγκλήτῳ [[πρός]] τοὺς παρὰ τῶν Ἀχαιῶν πρεσβευτάς», <b>Πολ.</b>)<br />ζ) [[κανονίζω]], [[τακτοποιώ]], [[ιδίως]] σε [[συνεννόηση]] με άλλον<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «καθιστάναι τινὰ εἰς κρίσιν» — να φέρει κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου<br />β) «καθιστάναι τινὰ ἐς...» — [[εντάσσω]] ή [[συναριθμώ]] κάποιον σε ορισμένη [[ομάδα]]<br /><b>17.</b> (ο πληθ. του αρσ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) (<b>για πρόσ.</b>) <i>οἱ καθεστηκότες</i><br />αυτοί που έχουν [[μέση]] [[ηλικία]], οι μεσήλικες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱστῶ</i>, μεταπλασμένος τ. του [[ἵστημι]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άω</i> / -<i>ῶ</i>].
|mltxt=(AM [[καθίστημι]], Α και [[καθιστάνω]] και καθιστῶ, -άω)<br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]]<br />(α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τον κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε [[τύραννον]] [[εἶναι]] παῑδα τὸν ἑωυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να γίνει [[κάτι]], να αποκτήσει μια [[ιδιότητα]] (α. «η [[ανεργία]] καθιστά τον άνθρωπο δυστυχή» β. «ἡ [[ἐπιθυμία]] ἀμνήμονά τινα καθίστησι», Αντιφ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθίσταμαι</i><br />α) διορίζομαι, [[γίνομαι]]<br />β) [[διορίζω]] για τον εαυτό μου<br /><b>4.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) (για [[ηλικία]]) η [[καθεστηκυία]]<br />σταθερή, [[μέση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> εξελίσσομαι σε..., [[τείνω]] να γίνω... («η [[κατάσταση]] καθίσταται αφόρητη»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καθεστηκυία]] [[τάξη]]» <br />α) η ισχύουσα [[τάξη]] πραγμάτων<br />β) η άρχουσα ή κυρίαρχη [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]], [[τοποθετώ]] («ποῡ δεῖ καθιστάναι [[πόδα]];» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σε κάποιον [[τόπο]] («φυγόντων παῑδας λαβὼν και καταστήσας ἐς Νάξον». <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επαναφέρω]] («[[πάλιν]] αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾱ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]], [[παρουσιάζω]] («ὥς μοι καταστήσεις τὸν παῑδα ἐς ἔλεγχον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] ενώπιον κάποιου, [[παρουσιάζομαι]] («καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> εγκαθίσταμαι, τοποθετούμαι<br /><b>6.</b> [[φθάνω]] σε κάποιον [[τόπο]] («καταστάντες οὖν ἐς Ρήγιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>ιατρ.</b> [[μπαίνω]] στην [[άρθρωση]], [[εισέρχομαι]] στον αρμό («ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ καθίσταται», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> εγκαθιστῶ, [[εγκαθιδρύω]] («ἔδοξεν αὐτοῖς προφυλακὰς καταστήσαντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> (για πολιτεύματα, νόμους, αγώνες <b>κ.λπ.</b>) [[ιδρύω]], [[εισάγω]] («τοὺς γυμνικούς ἀγῶνας καταστησάντων», Iσοκρ.)<br /><b>10.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[διαρρυθμίζω]], [[διοργανώνω]] («ἕως ἂν πολιτείαν καταστήσωμεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] κάποιον σε μια [[κατάσταση]] («[[Σίμων]] με εἰς τοιαύτην ανάγκην κατέστησεν», Λυσ.)<br /><b>12.</b> [[καταντώ]] («φονέα με φησὶ Λαΐου καθεστάναι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>13.</b> [[επανορθώνω]], [[αποκαθιστώ]], [[θεραπεύω]]<br /><b>14.</b> [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]] («παννύχιοι δὴ διάπλοον καθίστασαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>15.</b> (για στρατιώτες) [[παρατάσσω]]<br /><b>16.</b> (για αγοραπωλησίες) [[στοιχίζω]], [[κοστίζω]]<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθίσταμαι</i><br />α) εγκαθιδρύομαι, καθιερώνομαι<br />β) (για [[νερό]]) [[γαληνεύω]], [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]] («[[ὅταν]] μὲν ἡ [[λίμνη]] καταστῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) (για θόρυβο) [[κοπάζω]], [[σταματώ]] («κατέστη ὁ [[θόρυβος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) [[αφήνω]] [[κατακάθι]] («οὖρα... θολερά δὲ καὶ οὐδὲ καθιστάμενα», Ιπποκρ.)<br />ε) πορίζομαι, [[αποκτώ]] («τὴν ζόην κατεστήσατο ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) [[ανθίσταμαι]], [[εναντιώνομαι]] («τοὺς καταστησομένους ἐν τῆ συγκλήτῳ [[πρός]] τοὺς παρὰ τῶν Ἀχαιῶν πρεσβευτάς», <b>Πολ.</b>)<br />ζ) [[κανονίζω]], [[τακτοποιώ]], [[ιδίως]] σε [[συνεννόηση]] με άλλον<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «καθιστάναι τινὰ εἰς κρίσιν» — να φέρει κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου<br />β) «καθιστάναι τινὰ ἐς...» — [[εντάσσω]] ή [[συναριθμώ]] κάποιον σε ορισμένη [[ομάδα]]<br /><b>17.</b> (ο πληθ. του αρσ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) (<b>για πρόσ.</b>) <i>οἱ καθεστηκότες</i><br />αυτοί που έχουν [[μέση]] [[ηλικία]], οι μεσήλικες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱστῶ</i>, μεταπλασμένος τ. του [[ἵστημι]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άω</i> / -<i>ῶ</i>].
}}
}}