Anonymous

γέννημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[γέννημα]], Α και [[γένημα]])<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους και ζώα) το [[τέκνο]], το [[παιδί]] («όχι σαν [[ξένο]] [[γέννημα]] μα [[πάντα]] [[ωσάν]] [[παιδί]] σου»<br />«ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ<br />«Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον [[γέννημα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι καρποί της γης, [[κυρίως]] τα [[σιτηρά]] («ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου», «οἰνικὰ καὶ σιτικὰ γεννήματα»)<br /><b>3.</b> [[δημιούργημα]], [[προϊόν]] («γεννήματα της φαντασίας σου»<br />«μίαν είχαμεν αδελφήν, το [[γέννημα]] του ήλιου»<br />«τὸν θεὸν οὗ [[τάδε]] [[πάντα]] τε ἔργα ἐστὶ καὶ γεννήματα»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για τον [[τόπο]] καταγωγής και ανατροφής) «[[Αθηναίος]] [[γέννημα]] και [[θρέμμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φύση]], ο [[χαρακτήρας]] ενός προσώπου («δηλοῑ τὸ γέννημ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῡ πατρὸς τῆς παιδός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το να γεννά [[κάποιος]] κάποιον<br /><b>3.</b> το να παράγει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γέννημα]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]<br />το μτγν. [[γένημα]] προήλθε από το [[γέννημα]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[γένος]] ή απευθείας [[αναγωγή]] στη [[ρίζα]] <i>γεν</i>- ([[πρβλ]]. <i>εγενόμην</i>) (<b>βλ.</b> και λ. [[γεννώ]])].
|mltxt=το (AM [[γέννημα]], Α και [[γένημα]])<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους και ζώα) το [[τέκνο]], το [[παιδί]] («όχι σαν [[ξένο]] [[γέννημα]] μα [[πάντα]] [[ωσάν]] [[παιδί]] σου»<br />«ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ<br />«Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον [[γέννημα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι καρποί της γης, [[κυρίως]] τα [[σιτηρά]] («ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου», «οἰνικὰ καὶ σιτικὰ γεννήματα»)<br /><b>3.</b> [[δημιούργημα]], [[προϊόν]] («γεννήματα της φαντασίας σου»<br />«μίαν είχαμεν αδελφήν, το [[γέννημα]] του ήλιου»<br />«τὸν θεὸν οὗ [[τάδε]] [[πάντα]] τε ἔργα ἐστὶ καὶ γεννήματα»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για τον [[τόπο]] καταγωγής και ανατροφής) «[[Αθηναίος]] [[γέννημα]] και [[θρέμμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φύση]], ο [[χαρακτήρας]] ενός προσώπου («δηλοῑ τὸ γέννημ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς τῆς παιδός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το να γεννά [[κάποιος]] κάποιον<br /><b>3.</b> το να παράγει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γέννημα]] <span style="color: red;"><</span> [[γεννώ]]<br />το μτγν. [[γένημα]] προήλθε από το [[γέννημα]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[γένος]] ή απευθείας [[αναγωγή]] στη [[ρίζα]] <i>γεν</i>- ([[πρβλ]]. <i>εγενόμην</i>) (<b>βλ.</b> και λ. [[γεννώ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm